30 Νοεμβρίου 2009

Μυστική οινογνωσία: Τροπικά φρούτα



Τι σχέση έχει το κρασί με το φρούτο του πάθους ή το μάνγκο;

Αυτό το ερώτημα ήταν η κεντρική ιδέα της πιο πρόσφατης μυστικής οινογνωσίας που διοργανώθηκε από τον Δημήτρη "Franchise Me!" Κοπαράνη.

Η οινογνωσία φιλοξενήθηκε στο εστιατόριο .ES. Μπαίνοντας μέσα, μας υποδέχτηκε ζωντανή μουσική: Ένα βιολί και ένα ακορντεόν έπαιζαν αγαπημένες μελωδίες με κέφι και εκφραστικότητα, δημιουργώντας μια σαφώς «παλιοκοσμίτικη» ("Old World", ντε!) ατμόσφαιρα.  Στην πορεία, η μουσική υπόκρουση αποδείχτηκε λίγο πιο δυνατή από όσο χρειαζόταν για να ακούμε την παρουσίαση των κρασιών αλλά δεν θα το κάνω θέμα γιατί η μουσική ήταν αρκούντως του γούστου μου...

 Τα κρασιά της οινογνωσίας ήταν του Κτήματος Χατζηγεωργίου. Το Κτήμα Χατζηγεωργίου είναι ένα βιολογικό οινοποιείο στην Κάρυανη Καβάλας, στο Παγγαίο. Τα κρασιά παρουσίασαν ο ίδιος ο οινοποιός και ο οινολόγος του οινοποιείου. Η γευστική δοκιμή ήταν κάθετη: Cabernet Blanc του 2007 και του 2008. Η σύγκριση των δύο κρασιών επιφύλασσε αρκετές εκπλήξεις.

Πρώτα δοκιμάσαμε το πιο φρέσκο, το κρασί του 2008. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η πλούσια αρωματική μύτη. Και, όπως ήταν αναμενόμενο με βάση το θέμα της οινογνωσίας, οι νότες τροπικών φρούτων ήταν αυτές που κυριαρχούσαν: Διέκρινα το λεπτό, γλυκό άρωμα του ανανά και την ήπια οξύτητα του μάνγκο με μια υποψία ροδάκινου. Οι οινολόγος επισήμανε ότι η ποικιλία δίνει επίσης κρασιά με πιο «πράσινη» μύτη, τα οποία είναι ιδιαίτερα αγαπητά στη Γαλλία. Το κρασί συνόδευσε χειροποίητο μαύρο ψωμί και ένα αριστουργηματικό άλειμμα τυριού με έντονη νότα βανίλιας (!) και πιο ήσυχα αρώματα φρούτων και αρωματικών φυτών (;).

Το δεύτερο κρασί, αυτό του 2007, είχε πολύ πιο μουντό αρωματικό προφίλ. Τα αρώματα φρούτων ήταν μάλλον δυσδιάκριτα και υπήρχαν νότες πετρελαίου (εμένα μού έκανε και λίγο από καμμένο καύσιμο αλλά μπορεί να ήταν η φαντασία μου). Ίσως και μια ιδέα από το αναμενόμενο άρωμα από «τσίσα της γάτας». Παρότι φανατική γατόφιλη, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς τα τσίσα της γάτας μπορούν να εμπλουτίσουν το αρωματικό προφίλ ενός κρασιού. Αυτό προφανώς καταδεικνύει περίτρανα την οινογνωστική μου πενία. Τα τροπικά φρούτα που σερβιρίστηκαν μαζί με το κρασί δημιούργησαν έναν πρόσφορο διάλογο αρωμάτων και γεύσεων. Δεν τα λέω πολύ ωραία; Ήταν επίσης μια ευκαιρία να ανανεώσουμε τη σχέση μας με φρούτα που σπάνια βρίσκουν τον δρόμο προς το πιάτο μας. Την επόμενη φορά, παρακαλώ να υπάρχει και ντούριαν :-). Προσωπικά τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση στο μάνγκο, το οποίο χρησιμοποιώ όχι μόνο σε γλυκά αλλά και σε φαγητά (κοτόπουλο με μάνγκο, γιαμ). Αλλά παρεκβαίνω.

Η όμορφη βραδιά έκλεισε με δωράκι: Κάθε συμμετέχων πήρε από ένα χειροποίητο, χριστουγεννιάτικο και πασπαλισμένο με σκόνη χρυσού σοκολατένιο στολίδι φτιαγμένο με τα χεράκια του Γιώργου Αυγέρου. Υποψιάζομαι ότι πολύ λίγα από τα στολίδια θα προλάβουν να κρεμαστούν σε δέντρο... Το δικό μου πάντως, σίγουρα όχι.

Χορτασμένοι από αρώματα τροπικών φρούτων και νέες οινικές εμπειρίες, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη μυστική γευσιγνωσία. Ιδέα: Κρασί και καπνός.

16 Νοεμβρίου 2009

Τι θα έλεγε ο Θέσπις 25 αιώνες αργότερα;

Βλέποντας την αλβανική ταινία "East, West, East - The Final Sprint" στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά γιατί  δεν μπορεί η Ελλάδα να παράγει τέτοιες ταινίες.  Η συγκεκριμένη ταινία μού άρεσε γιατί πραγματευόταν το (αρκετά αβανταδόρικο, είναι η αλήθεια) θέμα της με έναν πολύ ανθρώπινο, λιτό και ρεαλιστικό τρόπο. Δεν είχε φλυαρία και οι λίγες σχετικά λέξεις του σεναρίου ήταν καλογραμμένες και σφιχτές. (Σημ. Την ταινία παρακολούθησα με Αμερικανίδα φίλη και παρόλο που από λάθος δεν προβλήθηκαν αγγλικοί υπότιτλοι, η φίλη όχι μόνο δεν βαρέθηκε αλλά απόλαυσε την ταινία σχεδόν όσο εγώ). Οι δε ερμηνείες ήταν ακριβώς όπως έπρεπε: Χωρίς ίχνος στόμφου αλλά με συναίσθημα που περνούσε στον θεατή μέσα από μετρημένες κινήσεις και λεπτές εκφράσεις του προσώπου.

Για τη φτώχεια καλών σεναρίων στον ελληνικό κινηματογράφο (αλλά και στην τηλεόραση) δεν έχω να πω πολλά γιατί θα γίνω κοινότυπη. Σκηνοθέτες έχουμε κάμποσους καλούς αλλά δεν υπάρχει αρκετά ρωμαλέα κινηματογραφική βιομηχανία για να τους στηρίξει, να τους βοηθήσει να βελτιωθούν και να αναδείξει κι άλλους.

Αλλού, όμως, θέλω να επικεντρωθώ: Στην υποκριτική. Η χώρα μας, η πατρίδα του Θέσπιδος, πάσχει στον τομέα της υποκριτικής. Οι περισσότεροι ηθοποιοί μας παίζουν φλύαρα, κραυγαλέα, με στόμφο, φωνάρες και μούτες. Ειδικά στην τηλεόραση, αυτό το είδος υποκριτικής έχει δημιουργήσει σχολή, η οποία διαπιστώνω ότι έχει επηρεάσει ακόμα και τον τρόπο που εκφραζόμαστε όλοι μας στον πραγματικό κόσμο.

"Μα πώς," ενίστανται κάποιοι: "Παραβλέπεις τις δραματικές ερμηνείες. Πάρε παράδειγμα τον Καφετζόπουλο στην Ακαδημία Πλάτωνος. Μέχρι και βραβείο στο Λοκάρνο πήρε."

Πράγματι, θα έλεγε κανείς ότι η ερμηνεία του ήταν "ήσυχη", χωρίς εξάρσεις και υπερβολές. Αλλά, για μια στιγμή: Μήπως έχουμε εθιστεί τόσο πολύ σε αυτή τη μανιέρα ώστε να μην την αναγνωρίζουμε καν; Γιατί ο Καφετζόπουλος έπαιζε στα δάχτυλα μια μανιέρα. Όχι του "Ακάλυπτου", βέβαια, αλλά πάντως μια μανιέρα.

Εκτός αν, φίλε αναγνώστη, συνηθίζεις στην καθημερινότητά σου να κάνεις μεγάλες, δραματικές παύσεις όταν μιλάς με τους φίλους του. Ή ότι κοιτάζεις επίμονα στα μάτια τους ανθρώπους για πάνω από 5 δευτερόλεπτα τη φορά και ύστερα αποστρέφει ςτο βλέμμα. Συγγνώμη αλλά αυτό είναι υποκριτική λίγο καλύτερη από σαπουνόπερα! ("Μη μ' αφήνεις, Ριτζ!" Παύση, αεροπλάνο, βύσσινο, γκρο πλαν στα απελπισμένα μάτια της Μπρουκ. Γκρο πλαν στο συνοφρυωμένο πρόσωπο του Ριτζ. Παρεστιγμένη παύση. "Φεύγω,  Μπρουκ. Δεν μπορείς να με μεταπείσεις." Ξανά γκρο πλαν για κάμποσα δευτερόλεπτα. Διαφημίσεις.) 

Γιατί στις ελληνικές ταινίες οι άνθρωποι δεν μιλούν φυσικά και ανθρώπινα; Γιατί αυτές οι αμήχανες παύσεις, οι ψεύτικες κινήσεις και εκφράσεις, γιατί τόση υπερβολή; Τις πταίει;

Οι παλιομοδίτικες δραματικές σχολές;

Οι σκηνοθέτες που δεν μπορούν να καθοδηγήσουν τους ηθοποιούς;

Η έλλειψη δυνατών σεναρίων στα οποία να στηριχτεί ο ερμηνευτής;

Η οκνηρία των ηθοποιών που τους οδηγεί να καταφεύγουν στις μανιέρες;

Ή μήπως οι θεατές; Μήπως ο Έλληνας θεατής δεν είναι σε θέση να ευχαριστηθεί την ήσυχη δύναμη της ερμηνείας ενός βρετανού ηθοποιού όπου με ένα ελάχιστο σήκωμα του φρυδιού λέγονται ολόκληρες ιστορίες;

Μήπως όλα τα παραπάνω και μερικά ακόμα;

Δεν ξέρω αλλά έχω βαρεθεί. Είναι καιρός να επελάσει μια νέα γενιά ηθοποιών και να ανανεώσει τις σκουριασμένες αντιλήψεις για την υποκριτική.

Στο μεταξύ, θα συνεχίσω να φεύγω από ελληνικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις με αίσθημα ανικανοποίητου και απογοήτευσης...

26 Οκτωβρίου 2009

Julie & Julia και boeuf à la bourguignonne


Τι μαγειρεύει κανείς σήμερα για να γιορτάσει τη χάρη του Αγίου Δημητρίου, προστάτη αγίου της Θεσσαλονίκης; Μοσχάρι μπουργκινιόν, φυσικά!

Ιδού τα δεδομένα:

- Προχθές είδα την ταινία Julie & Julia και μου καρφώθηκε η ιδέα να μαγειρέψω boeuf à la bourguignonne, σαν αυτό που έκαψε η πρωταγωνίστρια. (Μόνο εμένα μου την έδωσε που «μπουφ» μπουργκινιόν το ανέβαζε, «μπουφ» το κατέβαζε; Μα είναι τόσο πια δύσκολος ο φθόγγος «œ» για τα αμερικάνικα χείλη; Τσκ τσκ τσκ...)

- Ο καιρός ήταν αρκούντως συννεφιασμένος ώστε να σηκώνει στιφαδοειδές πιάτο (ναι, το ξέρω ότι είχε 20 βαθμούς, το παραβλέπω αυτό).

- Το αρχικό σχέδιο ήταν να ακολουθήσω κατά γράμμα τη συνταγή της Julia Child. Ωστόσο δεν είχα όλα τα συστατικά και λόγω αργίας ήταν αδύνατον να τα προμηθευτώ οπότε αποφάσισα να το φτιάξω όπως το κάναμε στο χωριό μου, εμ, για την ακρίβεια στον πύργο μας στη Βουργουνδία.

Απαλλαγμένη, λοιπόν, από τα δεσμά της τελειομανίας, θα χρησιμοποιούσα ό,τι υπήρχε στο ψυγείο μου και θα δημιουργούσα μια εκδοχή του μοσχαριού μπουργκινιόν με βάση το Σύστημα D.

Ιδανικά, αυτά τα πιάτα θέλουν μαντεμένια κατσαρόλα αλλά, όπως αποδείχτηκε, και η χύτρα ταχύτητος δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Έβαλα, λοιπόν, τη χύτρα ταχύτητας στο μάτι να ζεσταθεί.

Λαρδί δεν είχα, οπότε πήρα 6 φέτες μπέικον και τις τσιγάρισα ίσα ίσα να πάρουν χρώμα και να λιώσει το λίπος τους. Έβγαλα το μπέικον από την κατσαρόλα και το κράτησα στην άκρη. Πρόσθεσα στη χύτρα περίπου 1¼ φλ. ελαιόλαδο και σοτάρισα περίπου 1¼ κιλό μοσχάρι, αλατοπιπερωμένο και κομμένο σε κύβους πλευράς περίπου 4 εκατοστών.

Σημαντική λεπτομέρεια: Το κρέας πρέπει να είναι εντελώς στεγνό πριν μπει στην κατσαρόλα, δηλαδή πρέπει να σκουπιστεί με χαρτί κουζίνας ώστε να μην έχει υγρασία στην επιφάνειά του. Νομίζω ότι το λέει και στην ταινία. Επίσης, πρέπει να σοταριστεί σε δόσεις (εμένα μου πήρε τρεις) γιατί αν μπει όλο το μοσχάρι μονομιάς στην κατσαρόλα, η θερμοκρασία του λαδιού θα πέσει υπερβολικά. Αν το κρέας έχει υγρασία στην επιφάνεια ή το λάδι δεν είναι αρκετά ζεστό, το μοσχάρι θα αχνιστεί αντί να σοταριστεί και θα έχουμε ένα άθλιο γκρίζο χρώμα αντί για μια ξεροψημένη, χρυσοκάστανη (mais non, όχι μπορντοροδοκόκκινη) επιφάνεια. 

Έβγαλα το κρέας και έριξα στην κατσαρόλα 5 κρεμμύδια κομμένα σε λεπτές ροδέλες. Θα προτιμούσα να είχα κοκάρι, αλλά και το απλό κρεμμύδι κάνει. Το τσιγάρισα σε μέτρια φωτιά μέχρι να μαλακώσει και να γίνουν ροδίσει λίγο (περίπου 7-8 λεπτά). Έριξα πάνω του δύο κουταλιές σούπας αλεύρι. Ανακάτεψα και μαγείρεψα για άλλα 3-4 λεπτά. Πρόσθεσα 1½ φλυτζάνι κρασί. Τι κρασί; Μα αυτό που είχα πρόχειρο: Γιαννακοχώρι Κυρ-Γιάννη, ένα κρασί με στρογγυλεμένα αρώματα και ήπια οξύτητα και τανίνες, που νομίζω ότι ταίριαζε καλά. Ιδανικά θα ήθελα να έχω χρησιμοποιήσει ένα βουργουνδικό κρασί αλλά tant pis...  

Παρέκβαση: Ίσως ο αναγνώστης να αναρωτιέται γιατί χαράμισα ένα καλό κρασί στο μαγείρεμα. Σπεύδω να επισημάνω ότι ένα κακό κρασί μπορεί να καταστρέψει μια συνταγή. Επίσης, βάζοντας καλό κρασί στο φαγητό λύνεται ιδανικά το ζήτημα του παντρέματος φαγητού με κρασί: Απλώς βάζεις και στην κατσαρόλα και στα ποτήρια το ίδιο κρασί.  

Άφησα το κρασί να βράσει, ξύνοντας ταυτόχρονα τον πάτο της κατσαρόλας για να ξεκολλήσει το fond (καραμελωμένα κομματάκια κρέατος ή/και λαχανικών).

Έριξα ξανά στην κατσαρόλα το κρέας και πρόσθεσα καρότα, 1 σκελίδα σκόρδο, ένα μπουκέ γκαρνί και το μπέικον. Επειδή είχα μόνο 3 φρέσκα καρότα, έβαλα και μια χούφτα baby carrots που βρήκα στην κατάψυξη. Το μπουκέ γκαρνί (δεματάκι με μαϊντανό, φρέσκο θυμάρι και δάφνη) ήθελα να το βάλω σε τουλπάνι για να μη διαλυθεί. Καθώς όμως δεν έβρισκα τουλπάνι, έκοψα ένα τετράγωνο κομμάτι από ένα καθαρό, λεπτό μακό μπλουζάκι που είχα για πέταμα και έβαλα εκεί τα αρωματικά. System D, δεν είπαμε; 

Πρόσθεσα λίγο νερό, ίσα ίσα να φτάσει γύρω στα μισά του κρέατος, όχι να γίνει σούπα. Αν δεν χρησιμοποιούσα χύτρα ταχύτητας, θα έπρεπε να βάλω περισσότερο. Επίσης, αν είχα προνοήσει να έχω λίγη demi-glace, θα έβαζα και μια-δυο κουταλιές*.Έκλεισα τη χύτρα και άφησα να βράσει για 15 λεπτά. Άνοιξα τη χύτρα, ανακάτεψα και άφησα το φαγητό να βράσει χωρίς καπάκι για 5 ακόμα λεπτά Έτοιμο! Σε κανονική κατσαρόλα θα ήθελε περίπου δύο ώρες σε σιγανή φωτιά.

* Η κατασκευή μεγάλης ποσότητας demi-glace (για να καταψυχθεί) θα είναι ένα από τα προσεχή μας εγχειρήματα.

Για γαρνιτούρα έφτιαξα αρακά βουτύρου. Θα ήθελα να είχα και μερικές φρέσκιες πατατούλες ατμού αλλά φευ...

Οι συνδαιτημόνες μου ευχαριστήθηκαν το γεύμα με το παραπάνω, οπότε η ανορθόδοξη συνταγή μου μάλλον πέτυχε. Όχι όμως πως θα με προσλάβει κι ο Fréchon βέβαια... Ευτυχώς έμεινε και λίγο μοσχαράκι για το επόμενο γεύμα--είναι από τα φαγητά που βελτιώνεται αν σταθεί.

Ηθικόν δίδαγμα: Ακόμα κι αν δεν έχουμε όλα τα υλικά ή τα σύνεργα για μια συνταγή, βάζοντας μια πρέζα McGyver, μπορούμε παρόλαυτα να φάμε μια χαρά.

Πάντως, ακόμα κι αν η Julie Powell έκαψε το μοσχαράκι μπουργκινιόν της, κατάφερε χάρη στο blog της να πραγματοποιήσει τα όνειρά της και να γίνει συγγραφέας. Γλυκανάλατο, ίσως, το μήνυμα της ταινίας αλλά δεν χρειαζόμαστε όλοι μια νότα αισιοδοξίας στη ζωή μας;

22 Οκτωβρίου 2009

Typography meets confectionery







Karamel Sans


Σχεδιασμός γραμματοσειράς όχι με μολύβια και υπολογιστή αλλά με ζάχαρη, νερό και ένα κατσαρολάκι.

Χαριτωμένο ή ποζεριά;

H γραμματοσειρά δεν ξέρω αν είναι πετυχημένη αλλά η καραμέλα φαίνεται τέλεια, έστω και αν είναι sans (beurre salée, bien sûr!).




19 Οκτωβρίου 2009

Μυστική γευσιγνωσία σοκολάτας




Σχεδόν όλοι αγαπάμε τη σοκολάτα. Αλλά ποια ακριβώς σοκολάτα; Τη γάλακτος; Τη μαύρη; Με πολλή περιεκτικότητα σε κακάο ή με λίγη; Με ξηρούς καρπούς; Ή μήπως με πορτοκάλι (ωιμέ, φρίκη); Με μπούκοβο; Ελληνική ή εισαγόμενη;


Συχνά καταβροχθίζουμε σοκολατάκια και σοκολάτες χωρίς δεύτερη σκέψη για την ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο η καλή σοκολάτα είναι σαν το καλό κρασί: Έχει πολύπλοκα αρώματα και γεύση που αξίζουν της εστιασμένης προσοχής μας.

Υποθέτω ότι αυτό ήταν το σκεπτικό πίσω από την επιλογή της σοκολάτας ως θέμα για τη γευσιγνωσία που οργάνωσε ο Δημήτρης "Franchise Me" Κοπαράνης. Συν ότι η κατανάλωση σοκολάτας ενδείκνυται για τη δημιουργία χαλαρής και παρεΐστικης ατμόσφαιρας.

Οι συμμετέχοντες έπρεπε να περάσουν από δύσκολες δοκιμασίες πριν πάρουν την πολυπόθητη πρόσκληση: Σφραγισμένοι φάκελοι, μυστικοί κώδικες με συνθηματικά και ευχές, δωμάτια με μυστηριώδη διακόσμηση, άγρυπνοι φρουροί... 

Η γευσιγνωσία, πάντως, στέφθηκε με επιτυχία. Δοκιμάσαμε πολλές σοκολάτες (ίσως περισσότερες από οσες έπρεπε!) αξιολογώντας την όψη, το άρωμα, την υφή, τη γεύση και την επίγευσή τους. Οι πιο ενδιαφέρουσες σοκολάτες ήταν... πικάντικες. Τα σοκολατάκια του Γιώργου Αυγέρου με γκανάς αρωματισμένη με γλυκιά πάπρικα, και η σοκολάτα Vivani Ecuador, 70%, Edel Bitter Chili με τσίλι. Και στις δύο περιπτώσεις, το καυτερό στοιχείο ήταν διακριτικό και προσέθετε μια παιχνιδιάρικη νότα κυρίως στην επίγευση της ούτως ή άλλως καλής σοκολάτας. Το ακριβώς αντίθετο ήταν η σοκολάτα με μπούκοβο από το Εν καρπώ (ή μήπως μπούκοβο με λίγη σοκολάτα;). Κακής ποιότητας σοκολάτα και υπερβολικά πολύ μπούκοβο σε έναν συνδυασμό που σκότωνε (τους γευστικούς κάλυκες).

Κρίμα για τις δύο σοκολάτες Choco Senses (προϊόν συνεργασίας του Παρλιάρου με τη Valrhona). Λόγω κακής συντήρησης, οι κρύσταλλοι του βουτύρου κακάο και/ή της ζάχαρης είχαν ανεβεί στην επιφάνεια, δίνοντας θαμπή όψη και κοκκώδη υφή, χαλώντας το στρώσιμο (tempering) της σοκολάτας. Ο Γιώργος μας είπε ότι αυτό λέγεται «ξεστρώσιμο» στα ελληνικά («bloom» αγγλιστί). Όσο καλή κι αν ήταν κάποτε μια σοκολάτα, η κακή υφή την καταστρέφει. Δυστυχώς το φαινόμενο είναι συχνό στην Ελλάδα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες...

Η δοκιμή έδωσε την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να συζητήσουν τις προτιμήσεις τους και να αναρωτηθούν πόσο υποκειμενικές ή όχι είναι οι γευστικές προτιμήσεις. Μέσα σε παρεΐστικο κλίμα φάγαμε τις σοκολάτες μας, ήπιαμε εσπρεσάκι Jamaica Blue Mountain, γνωριστήκαμε και κουβεντιάσαμε για σοκολάτες και πολλά άλλα. Ενδεικτικά: τηλεόραση, τις γυναικείες τουαλέτες του μπαρ Partizan (!), ενδυματολογικούς κώδικες ιδιωτικών σχολείων... 

Εύγε στον διοργανωτή. Περιμένουμε με ανυπομονησία την επόμενη γευσιγνωσία!

18 Οκτωβρίου 2009

Φάτε μάτια... συνταγές




Έχω από μια θεωρία σχεδόν για τα πάντα. (Ωστόσο επιφυλάσσομαι του δικαιώματος να αναθεωρώ συχνά τις θεωρίες μου.) Ορίστε, λοιπόν, μία περί γεύσης:

Όσο περισσότερο μιλάμε για φαγητό στη χώρα μας, τόσο λιγότερο μαγειρεύουμε στα σπίτια μας και τόσο χειρότερα τρώμε στα εστιατόρια.

Ναι, το ξέρω, χαίρω πολύ, Χαιρόπουλος.

Τι συμβαίνει, λοιπόν; Πού οφείλεται αυτό το παράδοξο; Από τη μια γιατί τόση ενασχόληση με το φαγητό στα μέσα μαζικής επικοινωνίας; Η τηλεόραση είναι τίγκα στις εκπομπές και στα ένθετα μαγειρικής. Από τηλεμάγειρες να φαν' κι οι κότες (αν μερικούς θα προτιμούσα να τους φάει το μαύρο σκότος). Οι εφημερίδες και τα περιοδικά βρίθουν συνταγών και αφιερωμάτων. Φαντάζομαι ότι ακόμα και οι σχολικές εφημερίδες θα έχουν στήλη γευσιγνωσίας.

Κι από την άλλη επιμένω ότι ο μέσος Έλληνας μαγειρεύει λιγότερο από ποτέ και ότι το επίπεδο των εστιατορίων γενικά ουδόλως συμβαδίζει με την τόση συζήτηση γύρω από τη γεύση. Καλά, για κρασί δεν λέω τίποτα. Ο μέσος Έλληνας πίνει ευχάριστα διάφορα χύμα ξίδια (αλλά στη σαλάτα μπαλσάμικο!) και θεωρεί ότι το Μοσχοφίλερο είναι το απαύγασμα του ευρωπαϊκού αμπελώνα.

Η «Καθημερινή της Κυριακής» έχει σήμερα ένα άρθρο που πραγματεύεται την καινοφανή μανία του Νεοέλληνα με τη μαγειρική.

Συμφωνώ με κάποιους από τους εκεί γράφοντες ότι το φαγητό έχει αναχθεί σε απλώς οπτική απόλαυση. Μια μορφή πορνογραφίας. Και μάλιστα πορνογραφίας με δυο πρέζες lifestyle, θα πρόσθετα εγώ. Συμφωνώ, επίσης, ότι πρόκειται για μια αμήχανη, μεταβατική περίοδο, σαν την εφηβεία, η οποία μπορεί (πρέπει;) να οδηγήσει στη ζητούμενη ωριμότητα.

Αναδημοσιεύω τα highlights με κάποια εμβόλιμα σχόλια δικά μου:

Αλέξανδρος Γιώτης: «Είναι σαφές ότι υπάρχει αλαλούμ, αποτέλεσμα της απουσίας μαγειρικού πολιτισμού. Το πλιγούρι μάς σερβιρίστηκε ως κους κους γιατί η λέξη “πλιγούρι” μύριζε “βλαχίλα”. Πάσχουμε από ξενομανία απίστευτη, αγοράζουμε προσούτο ξεχνώντας το χοιρομέρι, χάθηκαν οι παραγωγοί, αγνοούμε ότι το προσούτο είναι συνήθως μαζικής παραγωγής, υιοθετούμε το οτιδήποτε για να κοκορευτούμε στους φίλους μας: φάγαμε κροκόδειλο, στρουθοκάμηλο κ. λπ. Κι όλα αυτά χωρίς να επωφεληθούμε από τα καλά της παγκοσμιοποίησης, να πάμε να αντιγράψουμε τις τεχνικές ζωμών των Γάλλων για να βελτιώσουμε τα δικά μας πιάτα. Προσωπικά, σε όλο αυτό το σκηνικό βρίσκω αντιστοιχίες με την πορνογραφία»  

Ε λοιπόν, κι εμένα μου κάνει εντύπωση ότι αντιγράφουμε μόνο κακές, εύκολες και βλαχοντίσκο συνήθειες. Π.χ. θυμώνω όταν βλέπω συνταγές που προτρέπουν τον μάγειρα να χρησιμοποιήσει ζωμό σε κύβο μαζί με λάδι τρούφας, ή να φτιάξει σοκολατάκια χωρίς να στρώσει τη σοκολάτα. 

Στέλιος Παρλίαρος: «Ο κόσμος μαγειρεύει. Το βλέπω γιατί διαχειρίζομαι και πρώτες ύλες και σχετικό εξοπλισμό και βλέπω την αύξηση της ζήτησης. Δείτε, επίσης, πόσο πιο καλά ενημερωμένα είναι τα σούπερ μάρκετ ή το μανάβικο της γειτονιάς. Αυτός είναι ένας σημαντικός δείκτης για το πού βρισκόμαστε σήμερα. [...] 

Πράγματι, υπάρχει μια μειονότητα που αγοράζει μυστήριες πρώτες ύλες και εργαλεία. Ή πηγαίνει στο μανάβικο της (καθόλου εστέτ) γειτονιάς μου για να πάρει αβοκάντο και αντίβ. Αλλά σε πόσα σπίτια μπαίνουν αυτά; Σε απόλυτους αριθμούς, τα νούμερα είναι απογοητευτικά. Σε αντίθεση με την τηλεθέαση των εκπομπών μαγειρικής.

Επίσης: «Στην Αμερική, αν ένας αναγνώστης επιχειρήσει να φτιάξει μια συνταγή που διάβασε και η συνταγή δεν του “βγει”, μπορεί να μηνύσει το περιοδικό.»

Εμ, μήπως την κόψαμε λιγάκι χοντρή; Αν ήταν έτσι, το Martha Stewart Living θα είχε κλείσει προ πολλού...

Ντίνα Νικολάου: «Ας πούμε ότι υπάρχει αρκετή προχειρότητα [στο τηλεοπτικό τοπίο], βλέπεις συνταγές κλεμμένες από το Ιντερνετ. Εντούτοις, όλο αυτό που συμβαίνει με τη μαγειρική επιτρέπει στον μέσο Ελληνα να αποκτήσει ένα μέτρο σύγκρισης, να επιλέξει αυτό που του ταιριάζει».

Το τελευταίο είναι το μόνο θετικό. Πες πες, κάτι θα μείνει...

Ο Επίκουρος τα λέει χύμα και τσουβαλάτα: «Η γαστρονομία στην εποχή μας είναι λίγο «τσόντα», ένα ατελείωτο «μπανιστήρι» εικόνων, που χορταίνουν τη φαντασίωσή μας περισσότερο απ’ ό,τι μας διδάσκουν περί την γεύση. Στην εποχή μας, περισσεύουν οι συνταγές και λείπουν οι γαστρονομικές αξίες, εκείνες οι συντεταγμένες που καθορίζουν το καλό φαγητό όποια μορφή κι αν παίρνει, και που κατ’ επέκταση καθορίζουν και την ποιότητα ζωής μας. [...] Η βιομηχανία συνταγών αρχίζει με τον ίδιο τρόπο που ανθίζει και η βιομηχανία πορνό... Ωστόσο, παρ’ όλο που η γαστρονομία στη χώρα μας έχει ταυτιστεί (κακώς) με το lifestyle, τα σούσια, τα μούσια και τις δήθεν αστακομακαρονάδες, όλη αυτή η πορνό βαβούρα γύρω από το φαγητό αποτελεί το αναγκαίο στάδιο για να εξελιχθούμε γαστρονομικά. Προφανώς, περνάμε τη γαστρονομική μας εφηβεία.»

Πες τα, χρυσόστομε! Ελπίζω να έχεις δίκιο για την εφηβεία. Λίγη υπομονή, πολύ Clearasil και η εφηβεία (ίσως) περνάει.

Εύη Βουτσινά: «Καταναλώνουμε συνταγές οπτικά. [...] Αλλά η μαγειρική είναι κομμάτι του πολιτισμού. [...] Τα υλικά έχουν από πίσω τους έναν συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. [Δ]εν αγοράζω ποτέ ντομάτες τον χειμώνα γιατί ξέρω ότι αν τις πάρω θα έχουν καλλιεργηθεί με χημικά βοηθήματα. Υπάρχει, επομένως, μια συγκεκριμένη αλυσίδα σε σχέση με τις τροφές. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που καταναλώνουν εικόνες μαγειρικής δεν έχουν ιδέα για όλη αυτήν την αλυσίδα.» 

Επιτέλους ας συνειδητοποιήσουμε ότι η μαγειρική δεν είναι απλώς αυτό που γεμίζει το στομάχι μας αλλά ότι είναι και πολιτισμός. Πολιτισμός είναι να σεβόμαστε τα υλικά, τις μεθόδους παρασκευής και τον τελικό καταναλωτή (είτε είναι η οικογένειά μας είτε ο πελάτης στο εστιατόριό μας). Ας μας γίνει επιτέλους συνείδηση.


14 Οκτωβρίου 2009

Σινεμά στο Πιάτο | Ettore Botrini | ArtO2



Σινεμά στο Πιάτο, 13-10-2009
Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι (Peter Webber, 2003)
ArtO2  (Chef: Ettore Botrini)




H ταινία βασίζεται στο ομώνυμο best-seller της Tracy Chevalier και πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα στον διάσημο Ολλανδό ζωγράφο του Μπαρόκ Jan Vermeer van Delft και την υπηρέτριά του που αποτέλεσε το μοντέλο για τον πίνακα «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι». Η υπόθεση είναι, βεβαίως, καθαρή μυθοπλασία και μάλλον όχι πολύ κινηματογραφική. Υποθέτω, δηλαδή, ότι το βιβλίο είναι καλύτερο (δεν το έχω διαβάσει) από την ταινία, η οποία είναι αρκετά στατική. Την ταινία σώζουν η φωτογραφία και η σκηνογραφία που καταφέρνουν να μεταφέρουν τον θεατή στο Ντελφτ του 1660. Οι χρωματικές και τονικές αντιθέσεις, οι πλούσιες υφές, το κατευθυντικό, φυσικό φως που ζωντανεύει ανθρώπους και αντικείμενα, όλα παραπέμπουν στην ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα, την οποία αγαπώ ιδιαίτερα. Αυτό ήταν αρκετό να παρακολουθήσω ευχάριστα την ταινία, σε συνδυασμό με τις καλές ερμηνείες (δεν αναφέρομαι στη Johansson που δεν χαρακτηρίζεται από μεγάλη ερμηνευτική γκάμα--σε όλο το έργο έχει μιάμιση έκφραση). Θα σταματήσω εδώ γιατί φοβάμαι ότι θα παρασυρθώ και θα προβώ σε κριτική του έργου μέσα από σχολιασμό της μπαρόκ ζωγραφικής των Κάτω Χωρών.

Και ερχόμαστε στο φαγητό. Ο Ettore Botrini είναι δικαιολογημένα ένας από τους διασημότερους Έλληνες σεφ. Ξέρει να μαγειρεύει χρησιμοποιώντας απλά, καλά υλικά και ευφάνταστες μεθόδους παρασκευής και παρουσίασης. Ο Botrini έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό χάρη στη σειρά που παρουσιάζει στον Alpha, η οποία έχει ενδιαφέρον για πολλούς λόγους--αλλά αυτό θα αποτελέσει θέμα μελλοντικού άρθρου.

Το μενού που μας περίμενε στο ArtO2 προέβλεπε τα εξής:

MYSTERY PEARL BOX
Κουτί με θαλασσινά και μαργαριτάρια από τζίντζερ (τεχνική σφαιροποίησης)
Σαμαρόπετρα Κυρ-Γιάννη

COLORS OF PASSION
Θαλασσινά με διάφορες κρέμες από βότανα
Σαμαρόπετρα Κυρ-Γιάννη

UNREQUITED LOVE
Πιάτο με κυνήγι και πάστα
Παράγκα Κυρ-Γιάννη

WHITE PEARLS EXPLOSION
Σφαίρες από γιαούρτι με μέλι και άρωμα λεβάντας

Αν έπρεπε να περιγράψω το μενού με λίγες λέξεις θα το χαρακτήριζα ως ένα απολαυστικό κρεσέντο.

Το πρώτο πιάτο με απογοήτευσε λίγο: Το «κουτί» ήταν μια μικρή σφολιάτα σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, η πάνω επιφάνεια της οποίας ήταν χρωματισμένη με μελάνι σουπιάς. Δίπλα βρισκόταν ένα λυγισμένο κουτάλι που φιλοξενούσε κάτι που έμοιαζε με ρώγα από σουλτανί σταφύλι. Η γέμιση του κουτιού ήταν νόστιμη αλλά η γεύση της σφολιάτας την υπερκάλυπτε. Όσο για τη ρώγα του σταφυλιού, ήταν τα «μαργαριτάρια από τζίντζερ». Η τεχνική της σφαιροποίησης έχει γούστο: Το υγρό περιεχόμενο της σφαίρας καλύπτεται από λεπτή επιδερμίδα που εκρήγνυται στο στόμα. [Note to self: Πώς τη φτιάχνουν την μπαλίτσα; Ο This λέει τίποτα σχετικά; Μούμπλε μούμπλε... Μου θύμισε εκείνες τις μαλακές μπαλίτσες με έλαια μπάνιου που ήταν της μόδας όταν ήμουν στο γυμνάσιο. Κουφός συνειρμός;] Η ενλόγω σφαίρα με απογοήτευσε οπτικά γιατί δεν έμοιαζε καθόλου με πέρλα ή άλλο κόσμημα. Ίσως να ήθελε λίγη φαγώσιμη mica ή κανένα μικρούτσικο φυλλαράκι χρυσού, κάτι τέλος πάντων που να παραπέμπει σε κόσμημα και όχι σε σταφύλι. Ή μήπως εγώ τα βλέπω όλα μέσα από το πρίσμα των εικαστικών και της οπτικής επικοινωνίας;

Το πιάτο με τον τίτλο «Colors of Passion» είχε γαρίδες και σουπιά (νομίζω) που περιβάλλονταν από 3 διαφορετικές κρέμες: Καθεμιά είχε άλλο άρωμα, χρώμα και υφή. Μου άρεσε αυτή η ποικιλία αλλά λιγάκι με μπέρδεψε (ο πτωχός μου εγκέφαλος δυσκολεύεται να επεξεργαστεί πολλά ερεθίσματα ταυτόχρονα), με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να προβώ σε λεπτομερή σχολιασμό του πιάτου, οπότε θα αρκεστώ στο γενικόλογο: Νόστιμο και ισορροπημένο. Παρόλαυτα, αδυνατώ να συσχετίσω τον τίτλο με το πιάτο. Δεν κατάφερα πουθενά να εντοπίσω πάθος.

Το πιάτο με κυνήγι και πάστα με ενθουσίασε μόλις το είδα: Οι φετούλες πάπιας ήταν ξαπλωμένες πάνω σε βελούδινο πουρέ πατάτας ενώ μια διαγώνια πινελιά βερμιγιόν σάλτσας έδινε έναν δυναμικό τόνο. Τη σύνθεση ολοκλήρωναν ένα baby καροτάκι και τρεις πένες (ναι, το ζυμαρικό ήταν μόλις τρεις πένες). Λατρεύω την πάπια και τυ συγκεκριμένη την απόλαυσα γιατί ήταν αρωματική, τρυφερή, ψημένη όσο έπρεπε και ήπια καρυκευμένη. Δεν κατάφερα να αποκωδικοποιήσω τι περιείχε η βερμιγιόν σάλτσα αλλά τόσο το χρώμα όσο και μια υποψία στυπτικότητας μου έφεραν στο μυαλό  sumac. Ο τίτλος του πιάτου (Αγάπη χωρίς ανταπόκριση) θα μπορούσε να αναφέρεται στη σχέση των επιμέρους στοιχείων του πιάτου. Ή και όχι.

Το καλύτερο, όμως, για μένα ήταν το επιδόρπιο. Δύο σφαίρες από γιαούρτι με μέλι συνοδευόμενες από χαβιάρι... ταπιόκας. Η ταπιόκα είναι από τα πιο άνοστα πράγματα του σύμπαντος, οπότε όταν μας είπε ο σερβιτόρος τι ήταν, προβληματίστηκα λίγο. Είχα, όμως, άδικο γιατί ήταν αρωματισμένη με λεβάντα και η χαβιαροειδής υφή της ήταν τέλεια. Η λεπτή γεύση και η συναρπαστική υφή του γλυκού με έκανε να μη θέλω να τελειώσει. Encore!

Και τώρα θα γκρινιάξω λιγάκι. Το πρώτο μου παράπονο αφορά τους σερβιτόρους, οι οποίοι δεν φαίνονταν καλά εκπαιδευμένοι. Το σέρβις ήταν λίγο ανοργάνωτο (κάποιοι σερβιρίστηκαν πρώτοι ενώ ήρθαν αργότερα, τα δικά μας ποτήρια κρασιού άργησαν πολύ να γεμίσουν με το πρώτο κρασί) και οι σερβιτόροι ήταν λιγάκι αμήχανοι, με αποκορύφωμα όταν ο δικός μας έβγαλε σκονάκι από την τσέπη για να θυμηθεί τι είναι αυτό στο επιδόρπιο (ήταν η ταπιόκα)--και μάλιστα χωρίς να τον ρωτήσουμε εμείς!

Η άλλη παρατήρησή μου στρέφεται στο design του εστιατορίου (εντάξει, ας μου καταλογίσει ο αναγνώστης επαγγελματική διαστροφή). Ο χώρος είναι μεν λιτός και με σύγχρονη αισθητική χωρίς μορφολογικές υπερβολές αλλά είναι επίσης κρύος, απρόσωπος και μάλλον αφιλόξενος. Το χειρότερό μου είναι ο φωτισμός ο οποίος όχι μόνο δεν προσθέτει αλλά αφαιρεί από την ατμόσφαιρα. Το πλέον ενοχλητικό είναι οι κίτρινες λάμπες φθορισμού στα παράθυρα. Το φως τους τύφλωνε τον συνδαιτημόνα μου (καθόμασταν δίπλα στο παράθυρο) και η ψυχρή κίτρινη απόχρωσή του αλλοίωνε τα χρώματα του φαγητού. Επίσης, πολύ αμήχανο βρήκα το διακοσμητικό του τραπεζιού μας: ένα διαφανές μπολάκι (από το IKEA;) με ροζ υγρό στο οποίο επέπλεε ένα σβηστό κεράκι ρεσό (οι σερβιτόροι παρέλειψαν να ανάψουν κι εμείς δεν είχαμε αναπτήρα). WTF? Υπάρχουν τόσα στιλάτα διακοσμητικά στην αγορά... Ειλικρινά, η αταίριαστη ατμόσφαιρα είναι το μόνο πράγμα που θα με αποθάρρυνε από το να επισκέπτομαι συχνότερα το ArtO2. Μου αρέσουν τα εστιατόρια όπου νιώθω πως θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα.




11 Οκτωβρίου 2009

Σινεμά στο Πιάτο | Daios Food Bar Restaurant


Σινεμά στο Πιάτο:
Daios Food Bar Restaurant, 9 Οκτωβρίου 2009




Μου αρέσουν οι πολυαισθητικές εμπειρίες, γι' αυτό και τσίμπησα αμέσως μόλις έμαθα για το Σινεμά στο Πιάτο. [Note to self: Σαν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα δεν γίνονται εσχάτως στη Θεσσαλονίκη; Τι συμβαίνει;]

Την Παρασκευή 9 Οκτωβρίου, το πρόγραμμα προέβλεπε την ταινία Βασίλισσα Βικτώρια: Τα χρόνια της νιότης και δείπνο στο Daios Food Bar Restaurant (το Ιντεάλ, με το αρκετά πιο πρωτότυπο μενού, δεν είχε τραπέζια).

Για την ταινία δυστυχέστατα δεν έχω άποψη γιατί δεν πρόλαβα την προβολή (σνιφ, σνιφ!). Ωστόσο, έχω άποψη για το μενού, το οποίο και παραθέτω. Σε παρένθεση τα κρασιά που συνόδευαν κάθε πιάτο.


Chef: Γιάννης Παντζίκης

MENU

Σε συνεργασία με το Il Salumaio di Montenapoleone
Συνοδεία εκλεκτών κρασιών του «Κτήματος Χατζημιχάλη­­»

Μετ' εμποδίων πορεία προς τη βασιλική εξουσία.
Βραχάκια παρμεζάνας, prosciutto Salumaio di Montenapoleone, ελαφρώς τηγανισμένο ψωμάκι
Cuvée Maison Κτήμα Χατζημιχάλη 2004
Τοπικός οίνος Οπουντίας Λοκρίδος

Βασιλική οικογένεια. Εξουσία και ισορροπίες.
Φρέσκα λαζάνια σε ισορροπία με υπέροχη σάλτσα ραγού
Cuvée Maison Κτήμα Χατζημιχάλη 2004
Τοπικός Οίνος Οπουντίας Λοκρίδος

Δείπνο στο παλάτι
Σιγομαγειρεμένο τρυφερό μοσχαρίσιο κρέας, σάλτσα ντομάτας με baby πατάτες φούρνου και δεντρολίβανο.
Cabernet Sauvignon Κτήμα Χατζημιχάλη 2006
Τοπικός Οίνος Κοιλάδας Αταλάντης

Η γλυκιά συμβίωση της βασίλισσας Victoria με τον πρίγκηπα Albert
Λαχταριστή Panacotta με σάλτσα από μαύρα μούρα.
Moscato D' Asti DOCG Gancia


Με την πρώτη ματιά, το μενού μου φάνηκε χωρίς φαντασία. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, ήταν καλά εκτελεσμένο, με καλαίσθητη παρουσίαση και επιτυχή ισορροπία γεύσεων.

Στα βραχάκια παρμεζάνας με prosciutto και τηγανητά ψωμάκια, τα ψωμάκια ήταν το πιο πρωτότυπο στοιχείο: Είχαν σχήμα ρόμβου, ήταν κατάλευκα, στεγνά και κενά στο εσωτερικό τους. Παρ' ότι δεν συμπαθώ τα τηγανητά ψωμιά, τα συγκεκριμένα δεν ήταν καθόλου άσχημα. Το τυρί και το αλλαντικό ήταν καλά αλλά χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις.

Και ερχόμαστε στο κρασί, το μεγάλο φάουλ. Αν πήγαινε με το πιάτο; Δεν ξέρω. Ήταν σερβιρισμένο σε εντελώς λάθος θερμοκρασία, με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του. Ποια ήταν αυτή η θερμοκρασία; Μα η γνωστή σε όλους «θερμοκρασία δωματίου».

Να το γράψω με κόκκινα γράμματα μπας και το εμπεδώσουν κάποιοι στην Ελλάδα: Όταν λέγεται ότι το κόκκινο κρασί σερβίρεται σε θερμοκρασία δωματίου, αυτό το δωμάτιο εννοείται ότι βρίσκεται σε γαλλικό πύργο χωρίς κεντρική θέρμανση και όχι σε ένα σύγχρονο σπίτι ή εστιατόριο, όπου η θερμοκρασία είναι τουλάχιστον 25ºC! Για να επιτευχθεί η επιθυμητή θερμοκρασία στο κόκκινο κρασί (συνήθως 12-18ºC, ανάλογα με το κρασί), συχνότατα χρειάζεται ψύξη (με τον σωστό τρόπο).


Τα κόκκινα κρασιά στο Daios βρίσκονταν αφημένα πάνω στον πάγκο του μπαρ, χωρίς οποιαδήποτε προσπάθεια να έρθουν στη σωστή θερμοκρασία. Όταν μάλιστα το επισήμανα αυτό στο προσωπικό, απλώς μου είπαν ευγενικά «σας ευχαριστούμε για την παρατήρηση». Περίμενα να διορθώσουν το λάθος τους αλλά φευ... Και το δεύτερο ποτήρι ήρθε στην ίδια απαράδεκτη θερμοκρασία. Ασυγχώρητο σφάλμα από έναν χώρο που υποτίθεται ότι πουλάει ποιότητα.

Τα φρέσκα λαζάνια ήταν νόστιμα. Το «υπέροχο» ραγού είχε όσο έπρεπε πολύπλοκη γεύση, όπου ξεχώριζε το μπαχάρι. Όμως δεν αντέχω να μη σχολιάσω ότι με ενοχλεί όταν η περιγραφή ενός πιάτου περιέχει αξιολογικές κρίσεις και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. Θα ήθελα να κρίνω εγώ αν είναι «υπέροχο» και όχι να μου το πει ο σεφ, γκέγκε; Η παρουσίαση των λαζανιών ήταν χαριτωμένη καθώς είχαν τριγωνικό σχήμα και στην κορυφή τους ήταν μπηγμένο ένα κόκκινο, ημιδιαφανές «φτερό» (αποξηραμένη φλούδα τομάτας; Δεν είχε καμία ιδιαίτερη γεύση.)

Νόστιμο και τρυφερό ήταν και το μοσχάρι του κυρίως πιάτου. Ο συνοδός μου το βρήκε άριστο αλλά εγώ βρήκα τη γεύση του κάπως τετριμμένη, παρά τις ευχάριστες νότες δεντρολίβανου. Δεν μου πολυάρεσαν οι πατάτες: Έμοιαζαν περισσότερο με πατάτες ατμού παρά με ψητές και η γεύση τους θύμιζε μαζική εστίαση. Και αυτό το πιάτο κοσμείτο από το ίδιο κόκκινο φτερό (τι έγινε, στέρεψε η φαντασία στα διακοσμητικά;).

Και ερχόμαστε στο επιδόρπιο, ώστε να μπορέσω να τσιρίξω: Γιατί, chef μου, panacotta; Μας έχει βγει από τα αυτιά. Μέχρι και η ταβέρνα της θείας Σύρμως στο χωριό σερβίρει πανακότα και κρεμ μπριλέ. Εγώ θα επέλεγα ένα ωραίο semifreddo. Τέλος πάντων. Η panacotta είχε σωστή υφή και κρεμώδη, πλούσια γεύση. Η σάλτσα ήταν μάλλον αδιάφορη αλλά δεν αφαιρούσε από το τελικό αποτέλεσμα.

Αυτό, όμως, που καταευχαριστήθηκα ήταν το κρασί. Δεν είχα ξαναπιεί Moscato d' Asti και με εξέπληξε ευχάριστα: Ελαφρύ, ήπιο σε γλύκα και φυσαλίδες, με αρώματα φρούτων και λουλουδιών. Καμία σχέση με άλλους σιροποειδείς επιδόρπιους οίνους. Α, ναι, και ήταν σερβιρισμένο στη σωστή θερμοκρασία. (Πάλι καλά.)

Η εξυπηρέτηση στο εστιατόριο ήταν ευγενική και αποτελεσματική. (Αφήνω κατά μερος το ζήτημα με το κρασί.) Αν είχα να κάνω μια παρατήρηση, θα ήταν ότι δεν υπήρχε ικανός χρόνος μεταξύ των πιάτων. Μου αρέσει να απολαμβάνω το φαγητό μου με πιο αργούς ρυθμούς και όχι να νιώθω ότι βιάζονται να με διώξουν.

Σε γενικές γραμμές, θα είχαμε ευχαριστηθεί την έξοδο αν δεν υπήρχε το πρόβλημα με το κρασί που μας χάλασε λίγο το κέφι. Εκ των υστέρων μετανιώνω που δεν το έκανα θέμα, αλλά εκείνη την ώρα ήμουν πολύ κουρασμένη για να το κάνω.

Παρά τις ενστάσεις μου, η τιμή των 25€ κατ' άτομο κρίνεται άριστη σε σχέση με τα κρατούντα στην ελληνική εστίαση.

Άντε να δούμε πώς θα είναι η επόμενη βραδιά (αύριο, στο ArtO2).


10 Μαΐου 2009


Γιατί συμμετείχα στη σημερινή ποδηλατοπορεία



Για πρώτη φορά στη ζωή μου σήμερα συμμετείχα σε μια ποδηλατοπορεία. Αισθάνθηκα ότι είναι υποχρέωσή μου ως μέλος της κοινωνίας των πολιτών και ποδηλάτισσα να ενώσω τη φωνή μου με αλλους ποδηλάτες.

Περίπου 450 ποδηλάτες συμμετείχαν στην ποδηλατοπορεία στη Θεσσαλονίκη--έναντι 250 πέρσι. Ο συνολικός αριθμός συμμετεχόντων σε όλη την Ελλάδα υπολογίζεται σε 8.000. Οι ποδηλάτες αυξάνονται εκθετικά και ελπίζω η υπόλοιπη κοινωνία να το αντιληφθεί.

Τα αιτήματα της ποδηλατοπορείας ήταν πολλά αλλά νομίζω ότι μπορούν να συνοψιστούν στο εξής ένα: Αναγνώριση του ποδηλάτου ως ισότιμου μέσου μεταφοράς και όχι ως παιχνιδιού. Οι ποδηλάτες δεν είναι αργόσχολοι. Είναι άνθρωποι που πηγαίνουν στο σπίτι τους, στη δουλειά τους, στην καφετέρια ή όπου αλλού όχι με μηχανοκίνητο μέσο αλλά με ποδήλατο, ένα μέσο αθόρυβο, οικονομικό και απόλυτα φιλικό προς το περιβάλλον και την υγεία μας.

Οι οδηγοί αυτοκινήτων και μοτοσικλετών συνήθως αντιμετωπίζουν εμάς τους ποδηλάτες με δυσφορία και εχθρότητα γιατί "τους καθυστερούμε" και "αποτελούμε κίνδυνο ατυχήματος". Βέβαια υπάρχουν εύκολες ανταπαντήσεις: Στην πόλη έτσι κι αλλιώς οι ταχύτητες δεν είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές των ποδηλάτων. Συνεχώς βλέπω οδηγούς να με περνάνε μαρσάροντας επιδεικτικά και τελικά στο φανάρι πάλι να βρίσκομαι μπροστά τους (προς μεγάλο τους εκνευρισμό, υποθέτω!). Επίσης, ο κίνδυνος ατυχήματος ελαχιστοποιείται αν οι οδηγοί έχουν στο μυαλό τους ότι οι ποδηλάτες κινούνται πιο αργά, πιο αθόρυβα και χωρίς την ενεργητική και παθητική ασφάλεια ενός αυτοκινήτου. Βέβαια χρειάζεται επιμόρφωση και των ποδηλατών, οι οποίοι συχνά παραβιάζουν τον Κ.Ο.Κ., οδηγούν χωρίς φώτα το βράδυ ή κάνουν άλλες ανεπίτρεπτες ταρζανιές.

Φίλοι οδηγοί, κάθε ποδήλατο σημαίνει μείον ένα αυτοκίνητο από τους δρόμους άρα καλύτερες ταχύτητες μετακίνησης για σας και ταυτόχρονα λιγότερο καυσαέριο και περισσότερη ησυχία για όλους μας. Δεν αξίζουν αυτά την "ενόχληση" που υφίσταστε από τους ποδηλάτες; Σας παρακαλώ την επόμενη φορά που θα δείτε έναν ποδηλάτη να οδηγεί δίπλα σας αναλογιστείτε το ενδεχόμενο να του φερθείτε του με συμπάθεια και όχι εχθρότητα. Χαμογελάστε του και μάλλον θα σας ανταποδώσει το χαμόγελο. (Εγώ τουλάχιστον πάντα ανταλλάζω χαμόγελα με οδηγούς!)

Τα μέτρα της επιδότησης αγοράς ποδηλάτου και της τροποποίησης του Κ.Ο.Κ. νομίζω ότι είναι απαραίτητα. Με μικρό κόστος για το κράτος μπορούν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα.

Τώρα, όσον αφορά τα αιτήματα για ποδηλατοδρόμους, η θέση μου είναι η εξής: Φανατικά ναι στους ποδηλατοδρόμους αλλά η δημιουργία σωστών ποδηλατοδρόμων απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. (Εκτός αν μου πείτε ότι σας καλύπτει ο ήδη υπερκορεσμένος "ποδηλατόδρομος" της Παραλίας.) Στο μεταξύ, ας βρούμε τρόπους να κινούμαστε με ασφάλεια μαζί με τα άλλα οχήματα.

Τέλος, φοβάμαι ότι το αίτημα περί μεταφοράς ποδηλάτων στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ είναι ανεδαφικό--σε αντίθεση με το αίτημα μεταφοράς ποδηλάτων στο μετρό της Αθήνας, το οποίο δεν καταλαβαίνω γιατί δεν ικανοποιείται. Τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ δυστυχώς δεν προσφέρουν κατάλληλες συνθήκες για τη μεταφορά ποδηλάτων, εκτός αν είναι αναδιπλούμενα, και βρίσκω ότι αυτό θα αλλάξει πολύ δύσκολα. (Μεταξύ μας, τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ είναι ακατάλληλα και για ανθρώπους, ιδιώς το καλοκαίρι--αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση...) Συνεπώς, ας πιέσουμε να γίνουν όλα τα άλλα (μετρό στα τραίνα, μετρό κλπ.) και ας αφήσουμε τα αστικά λεωφορεία για την ώρα.