27 Φεβρουαρίου 2011

Ένας Top Chef στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης;


Η είσοδος του εστιατορίου

Όταν οι λέξεις «Top Chef» είναι από τις πρώτες που ξεστομίζουν οι σερβιτόροι καθώς σου δίνουν τον κατάλογο, τι προσδοκίες μπορείς να έχεις από το εστιατόριο;

Το ενλόγω εστιατόριο ήταν το Restaurant on Fire στο Πανόραμα και ο ενλόγω Top Chef ήταν ο Ερβέ Προνζάτο, ο οποίος προφανώς δεν μαγειρεύει αλλά ενεργεί ως executive chef ή consulting chef ή κάτι ανάλογο. Νομίζω, επίσης, ότι είναι και συνιδιοκτήτης. Βέβαια αυτό δεν σου το λένε οι σερβιτόροι ή οι διαφημίσεις που είδα σε κάτι στάσεις λεωφορείων--μάλλον αφήνουν τον κόσμο να πιστεύει ότι θα δει τον ίδιο τον Προνζάτο να μαγειρεύει στην ανοιχτή κουζίνα.

Η πρώτη σελίδα του καταλόγου

Θεώρησα ανησυχητική ένδειξη την ανάγκη να διαφημίσουν τον καθόλα αξιόλογο Προνζάτο ως κορυφαίο τηλεοπτικό σεφ. Και οι φόβοι μου δικαιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό.

Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω το εστιατόριο με δύο λέξεις, αυτές θα ήταν "έλλειψη προσανατολισμού".


Τι ακριβώς είναι αυτό το εστιατόριο; Η σύγχυση ξεκινάει από τον σχεδιασμό του χώρου, ο οποίος για απροσδιόριστους λόγους (τα έντονα χρώματα; ο φωτισμός;) μου θύμισε καλό εστιατόριο στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας '80, αλλά και με μερικές άσχετες πινελιές όπως οι αναφορές στο σκανδιναβικό ντιζάιν (τα ξύλινα φωτιστικά οροφής, τα λαδόξιδα eva solo), τα φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου στους θάμνους έξω από τη τζαμαρία και το ψεύτικο στεφανάκι με γκλίτερ (!) πάνω στο τραπέζι. Εν μέσω Αποκριών.


Αλλά και στο μενού τα πράγματα δεν ξεκαθαρίζουν. Υπάρχουν πιάτα ιταλικής κουζίνας (μπαλίτσες «μαλφάτι» και ζυμαρικά), διεθνής κουζίνα (π.χ. χοιρινό κότσι με πουρέ σελινόριζας), ελληνική κουζίνα (κοτόσουπα και φασόλια γίγαντες) αλλά και κάτι άσχετα, όπως το πιάτο «αλί ναζίκ», η περιγραφή του οποίου αποκάλυπτε ότι δεν ήταν το ίδιο πράγμα με το ομώνυμο τούρκικο έδεσμα.

Το προσωπικό ήταν ευγενικό αλλά και πάλι ταλαντευόταν ανάμεσα στη βραδύτητα και την αποτελεσματικότητα, την οικειότητα και την αμήχανη τυπικότητα (η σερβιτόρα δείχνει την πιατέλα των γλυκών και περιγράφει: «Παρακαλώ, λέμον πάι με φρέσκο λεμόνι, παρακαλώ πάστα όπερα, παρακαλώ τάρτα φρούτων...»).

Και ερχόμαστε στο σημαντικότερο. Πώς ήταν το φαγητό;  Τα μαλφάτι (μπαλίτσες σπανακιού και παρμεζάνας με μπεσαμέλ), η πράσινη σαλάτα με ντοματίνια και η ποικιλία βραστών ήταν καλά. Ο κύριος Γκάρφιλντ πήρε το χοιρινό κότσι με πουρέ σελινόριζα που ήταν άριστο: Το κρέας νόστιμο, καλοψημένο και μπόλικο σε ποσότητα ενώ ο πουρές ήταν πραγματικά εξαιρετικός. Εγώ είχα την ατυχία να πάρω αρνί γεμιστό με κιμά αρνιού (ως γνωστόν παίρνω πάντα τα πιο περίεργα). Ήταν επιεικέστατα μέτριο κι ας το είχε χαρακτηρίσει ο σερβιτόρος «εξαρετική επιλογή». Το κρέας ήταν τρεις μικρές φέτες με εντελώς απροσδιόριστη γευστική ταυτότητα. Συνοδευόταν από φρέσκιες πατατούλες φούρνου (αδιάφορες) και κάτι εντελώς άνοστα σοταρισμένα (;) λαχανικά άνευ άλλων προσδιοριστικών χαρακτηριστικών. Μια αποτυχία, δηλαδή.

Κρασί δεν ήπιαμε αλλά η κάρτα ήταν σχετικά μικρή, κατά κύριο λόγο με ελληνικά κρασιά, κάποια γαλλικά και ιταλικά και ορισμένα από τον Νέο Κόσμο.


Αποφασίσαμε να πάρουμε γλυκό καθώς για κάποιο μυστηριώδη λόγο ήθελα οπωσδήποτε να δοκιμάσω το Παρί Μπρεστ, ένα γλυκό που δεν το είχα ξαναδει στον κατάλογο κανενός ελληνικού εστιατορίου. Η σερβιτόρα μας έφερε μια πιατέλα με όλα τα γλυκά ώστε να επιλέξουμε αφού τα δούμε, αφού επισήμανε ότι είναι ημέρας, φτιαγμένα από τον δικό τους ζαχαροπλάστη. Χάρηκα που δεν υπήρχε ούτε δείγμα πανακότας, κρεμ μπριλέ ή σουφλέ σοκολάτας. Εκτός από το Παρί Μπρεστ  υπήρχε λέμον πάι, τάρτα φρούτων (με ψημένα φρούτα), πάστα μπλακ φόρεστ, ένα γλυκό από τη νότια Γαλλία (που δεν το είχα ξανακούσει και δεν συγκράτησα το όνομά του), πάστα οπερά με σοκολάτα και καφέ και πάστα μους σοκολάτας με καρδιά κρεμ μπριλέ. Ο συνδαιτημόνας μου, κ. Ροζ Γάτος, αναποφάσιστος μεταξύ των ομολογουμένως θελκτικών γλυκών, τελικά πήρε μια οπερά και μια πάστα μους σοκολάτας ενώ ζάρωσε τη μύτη του για τη δική μου επιλογή (το Παρί Μπρεστ που λέγαμε).

Παρί-Μπρεστ for ever!
Ε λοιπόν το Παρί Μπρεστ ήταν πραγματικά πολύ καλό. Η ζύμη του ήταν όσο αφράτη και υγρή πρέπει ενώ η γέμιση κρέμας πραλίνας είχε νότες βουτύρου και καφέ. Ήταν το καλύτερο γλυκό που έχω φάει εδώ και καιρό. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τις δύο πάστες. Η οπερά ήταν στεγνή και αδιάφορη, η πάστα μους είχε μεν ωραία υφή αλλά η γεύση της δεν συγκίνησε τους ουρανίσκους μας.

Πληρώσαμε περίπου 70 ευρώ το ζευγάρι (χωρίς ποτό).

Υποψιάζομαι ότι το εστιατόριο θα μπορούσε να προσφέρει καλό φαγητό αν αποφάσιζε τι ακριβώς είναι. Ψησταριά; (Άλλωστε λέγεται «on fire».) Εστιατόριο διεθνούς κουζίνας; Ελληνική ταβέρνα πολυτελείας; Όσο για μένα, ο μόνος λόγος που θα ξαναπήγαινα θα ήταν για να θεραπεύσω μια υπογλυκαιμία με ένα ωραίο Παρί Μπρεστ.

15 Φεβρουαρίου 2011

Φυσαλίδες στον αέρα

Οι φωτογραφίες είναι του Richard Hicks που--σαν κι εμένα-- έχει εμμονή με τις φούσκες.


Εδώ και αρκετούς μήνες απείχα από το ιστολόγιο. 
Όχι γιατί δεν είχα κάτι να γράψω--κάθε άλλο. 
Αλλά γιατί πίστευα ότι οι καιροί απαιτούν να αφουγκραζόμαστε και όχι να μιλάμε. 


Αφουγκράζομαι το soundtrack της εποχής: Άναρθρες κραυγές, απειλές, εκρήξεις από κομμένες εξατμίσεις, η βαβούρα των ειδήσεων από το διπλανό διαμέρισμα, τον παλιατζή που διαλαλεί "όλα τα παλιά μαζεύω".


Ακούω, παρατηρώ, και συλλογίζομαι.


Βλέπω μάτια γεμάτα απορία, φόβο και αμηχανία. Βλέπω γροθιές σφιγμένες, νευρικές χειρονομίες, άνευρες χειραψίες, πλαστικά χαμόγελα, σκουπίδια στους δρόμους, ενοικιαστήρια παντού, η Ελπίδα αιμορραγεί μέσα στην εντατική--αλλά όσο συνεχίζουν να υπάρχουν δότες, το παιχνίδι δεν έχει χαθεί.


Και μέσα σε όλα αυτά


εγώ


εσύ


εσείς


εμείς


όλοι μας.


Πού βρισκόμαστε; Τι κάνουμε;


Εμείς. 


Όχι εγώ, εγώ, εσύ, αυτός, εγώ, αυτή, εγώ, εσείς, αυτοί, εγώ, εσύ.


Εμείς.


Εμείς είμαστε στο κέντρο όλων αυτών. Εμείς, όχι κάποιος άλλος.


Ο καθένας μας αναπνέει και επιβιώνει μέσα στην προσωπική του φυσαλίδα, το εύθραυστο σκάφανδρό του. Ας γεμίσουμε αυτή τη φυσαλίδα γεμάτη αλήθεια, ομορφιά, ελευθερία, εμπιστοσύνη, ενότητα, κάθε είδους αγάπη (ε ναι, λοιπόν, αγάπη!). Ας προστατέψουμε τη φυσαλίδα και ας την αφήσουμε να ανεβεί ψηλά. Ας μην την αφήσουμε να σπάσει. Ας τη φυσήξουμε ώστε να ενωθεί μαζί με άλλες φυσαλίδες, μέχρι να σχηματιστεί μια πελώρια φούσκα οι ιριδισμοί της οποίας θα λάμψουν μέσα στο φως, σκεπάζοντας τη μαυρίλα και κάθε είδους ασχήμια ή μικρότητα. Και όταν σπάσει (γιατί πάντα οι φούσκες σπάνε), θα ξεπλύνουν τα μάτια μας για να μπορέσουν τα δουν έναν άλλον κόσμο που, ευτυχώς, ήδη υπάρχει.


Ναι, τελικά οι φυσαλίδες είναι η μόνη σωτηρία.


Ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης τις ρομαντικές εικόνες. Έχω ανάγκη να τις δω έστω και με το μάτι του μυαλού μου. Και από αύριο θα συνεχίσω να γράφω με τη συνήθη μου κυνικότητα (γατικότητα;). 


Το επόμενο άρθρο για φυσαλίδες ελπίζω ότι θα αναφέρεται σε αφρώδες κρασί. Όχι επειδή είναι "lifestyle" (μπλιάχ) αλλά επειδή είναι ωραίο!