10 Δεκεμβρίου 2011

Π-box στη Θεσσαλονίκη

Στο νέο (για την πόλη μας) εστιατόριο Π-box βρέθηκα ένα απόγευμα που ήμουν λυσσασμένη από την πείνα. Η πείνα δεν είναι καλό πράγμα όταν δοκιμάζεις ένα καινούργιο εστιατόριο γιατί, ως γνωστόν, όταν πεινάς όλα σου φαίνονται ωραία. Πάντα; Εμ, μάλλον όχι.

Το Π-box είναι πνευματικό παιδί του Χριστόφορου Πέσκια και τα δύο πρώτα Π-bοx βρίσκονται στην Αθήνα. Το θεσσαλονικιώτικο είναι τόσο καινούργιο που δεν αναφέρεται καν στην ιστοσελίδα των εστιατορίων. Βρίσκεται, πάντως, στον 1ο όροφο του Notos Galleries και από τη μια πλευρά του "βλέπει" στο κατάστημα Public.

Η φιλοσοφία των Π-box θα μπορούσε να συνοψιστεί σε casual, χαλαρή και φιλική ατμόσφαιρα, επικοινωνία, απλά υλικά, ιδιαίτερες γεύσεις. Σύμφωνα με την παραπάνω ιστοσελίδα, "εμείς οι ίδιοι έχουμε απορρίψει τα χαοτικά μαγαζιά, τον μινιμαλισμό, τις απρόσωπες καταστάσεις."

Μπαίνοντας στον χώρο παρατηρεί κανείς τη λιτή αισθητική καθώς και τα στοιβασμένα στα ράφια προϊόντα: Ελληνικά και εισαγόμενα, από σάλτσα σόγιας και ρύζι carnaroli μέχρι σιροπιαστά από τη Μέση Ανατολή. Τα προϊόντα στα ράφια όχι μόνο είναι προς πώληση αλλά επίσης λειτουργούν ως αποθήκη του μαγαζιού: μπορεί να δείτε τον μάγειρα να βγαίνει από την κουζίνα και να παίρνει από τα ράφια ό,τι χρειάζεται.

Ο διάκοσμος είναι σε διακριτικά, γκριζωπά χρώματα. Σε κάποιους τοίχους είναι γραμμένες συνταγές. Όταν ο συνοδός μου και εγώ καθίσαμε στο τραπέζι, ο φωτισμός ήταν πολύ δυνατός, πράγμα που με ενόχλησε (γενικά, τα περισσότερα ελληνικά εστιατόρια χάνουν σε ατμόσφαιρα λόγω του έντονου φωτισμού). Ευτυχώς, κάπου στα μισά του γεύματος, κάποιος πάτησε το dimmer. (Ανακούφιση.) Επιλέξαμε να καθίσουμε στο βάθος δεξιά, δίπλα από το παράθυρο προς το Public. Το χάζι στο εσωτερικό του Public είχε πλάκα αλλά έδινε μια αίσθηση φτήνειας, σαν να βρίσκεσαι σε φαστφουντάδικο εμπορικού κέντρου.

Λίγο αφότου καθίσαμε, ήρθε στο τραπέζι ένα μπουκάλι νερό βρύσης και δύο ποτήρια. Το θεώρησα καλό σημάδι γιατί νευριάζω όταν μου φέρνουν στο τραπέζι πράγματα χωρίς να τα παραγγείλω (π.χ. εμφιαλωμένο νερό) και μετά τα χρεώνουν.

Ακολούθησαν οι κατάλογοι. Η κάρτα είχε αρκετή ποικιλία, οι συνδυασμοί των γεύσεων πρωτότυποι αλλά και οι τιμές ολίγον τσιμπημένες. Αναλυτικά το μενού εδώ.


Παραγγείλαμε ένα κοτόπουλο tandoori με σάλτσα γιαούρτι και φρέσκο κόλιανδρο (16€), μία φιλετάκια μοσχαρίσια με yakiniku sauce και αλμύρα (19€), μια σαλάτα με ρόκα, αχλάδι και dressing gorgonzola (9€). Τα κυρίως πιάτα με ψάρι φαίνονταν επίσης ενδιαφέροντα αλλά και τσουχτερά (25€). Παραγγείλαμε ακόμα δυο ποτήρια γαλλικό Sauvignon Blanc και, καθώς περιμέναμε να έρθει η παραγγελία μας, χαζεύαμε τον κόσμο μέσα στο Public.

Σε λίγο ήρθε το κρασί και ακολούθησαν η σαλάτα και τα φιλετάκια.


Η σαλάτα ήταν συμπαθητική αλλά αξιολησμόνητη. Ξεχώριζαν τα αρωματικά, ελαφρά καβουρντισμένα καρύδια ενώ η σάλτσα gorgonzola ήταν σχεδον άγευστη.


Τα φιλετάκια, όμως, ήταν εξαιρετικά: Ψημένα όσο έπρεπε (ροζ μέσα), με σάλτσα αλμυρή, πικάντικη και umami ταυτόχρονα. Ωραία ήταν και τα χόρτα.

Το κοτόπουλο δεν είχε έρθει μαζί με τη σαλάτα και τα φιλετάκια. Περιμέναμε ότι θα ερχόταν αμέσως μετά. Δεν ήρθε. Φάγαμε τη σαλάτα και τα φιλετάκια. Αναρωτηθήκαμε αν το κοτόπουλο ξεχάστηκε. Το είδαμε γραμμένο στην απόδειξη, άρα απλώς αργούσε. Παρατηρήσαμε ότι και σε άλλα τραπέζια άργησαν οι παραγγελίες. Τελικά, το κοτόπουλο ήρθε και η σερβιτόρα ζήτησε ψιλοαδιάφορα συγγνώμη που όλα ήρθαν καθυστερημένα. Βέβαια, το πρόβλημα δεν ήταν η καθυστέρηση γενικώς αλλά το γεγονός ότι θεώρησαν φυσικό ο ένας στο τραπέζι να τρώει και ο άλλος να κοιτάζει. Θα περίμενα από ένα εστιατόριο αυτού του επιπέδου αν μη τι άλλο να φέρνει τα πιάτα με σωστό timing. Το σέρβις γενικά ήταν λίγο αποσυντονισμένο και αμήχανο.


Δυστυχώς το κοτόπουλο ήρθε και δεν έλεγε πολλά. Η σάλτσα θύμιζε λίγο μόνο tandoori ενώ ο πουρές ήταν πικρός, σαν από πράσινες πατάτες.

Για να τελειώσουμε το γεύμα σε θετική και γλυκιά νότα, παραγγείλαμε επιδόρπιο: Μαρέγκα με κρέμα καρύδας και φράουλες (8€) και τάρτα με σοκολάτα gianduja με παγωτό βανίλια (8€). (Ναι, το ομολογώ, είναι αδύνατο να αντισταθώ στη λέξη "gianduja".)


Κάναμε πολύ καλά που πήραμε τα γλυκά γιατί ήταν πραγματικά πολύ ωραία, τόσο σε επίπεδο γεύσεων όσο και υφών. Μου άρεσαν ιδιαίτερα η πεντανόστιμη κρέμα ανάμεσα στις μαρέγκες και η λεπτή, μπισκοτοειδής ζύμη της τάρτας.

Θα ξαναπάω στο P-box; Μάλλον ναι. Θα ήθελα να δοκιμάσω κι άλλα πιάτα αλλά με αυτές τις τιμές, δεν θα το κάνω σύντομα.

Σε σχέση με κάποια άλλα, αρκετά ακριβά εστιατόρια που έχουν πολύ χαμηλότερου επιπέδου κουζίνα, οι τιμές δεν είναι αστρονομικές. Ωστόσο, στην Ελλάδα του Μνημονίου, φοβάμαι ότι δεν είναι πολλοί αυτοί που έχουν την άνεση να απολαμβάνουν συχνά το "casual dining" του P-box.