10 Δεκεμβρίου 2011

Π-box στη Θεσσαλονίκη

Στο νέο (για την πόλη μας) εστιατόριο Π-box βρέθηκα ένα απόγευμα που ήμουν λυσσασμένη από την πείνα. Η πείνα δεν είναι καλό πράγμα όταν δοκιμάζεις ένα καινούργιο εστιατόριο γιατί, ως γνωστόν, όταν πεινάς όλα σου φαίνονται ωραία. Πάντα; Εμ, μάλλον όχι.

Το Π-box είναι πνευματικό παιδί του Χριστόφορου Πέσκια και τα δύο πρώτα Π-bοx βρίσκονται στην Αθήνα. Το θεσσαλονικιώτικο είναι τόσο καινούργιο που δεν αναφέρεται καν στην ιστοσελίδα των εστιατορίων. Βρίσκεται, πάντως, στον 1ο όροφο του Notos Galleries και από τη μια πλευρά του "βλέπει" στο κατάστημα Public.

Η φιλοσοφία των Π-box θα μπορούσε να συνοψιστεί σε casual, χαλαρή και φιλική ατμόσφαιρα, επικοινωνία, απλά υλικά, ιδιαίτερες γεύσεις. Σύμφωνα με την παραπάνω ιστοσελίδα, "εμείς οι ίδιοι έχουμε απορρίψει τα χαοτικά μαγαζιά, τον μινιμαλισμό, τις απρόσωπες καταστάσεις."

Μπαίνοντας στον χώρο παρατηρεί κανείς τη λιτή αισθητική καθώς και τα στοιβασμένα στα ράφια προϊόντα: Ελληνικά και εισαγόμενα, από σάλτσα σόγιας και ρύζι carnaroli μέχρι σιροπιαστά από τη Μέση Ανατολή. Τα προϊόντα στα ράφια όχι μόνο είναι προς πώληση αλλά επίσης λειτουργούν ως αποθήκη του μαγαζιού: μπορεί να δείτε τον μάγειρα να βγαίνει από την κουζίνα και να παίρνει από τα ράφια ό,τι χρειάζεται.

Ο διάκοσμος είναι σε διακριτικά, γκριζωπά χρώματα. Σε κάποιους τοίχους είναι γραμμένες συνταγές. Όταν ο συνοδός μου και εγώ καθίσαμε στο τραπέζι, ο φωτισμός ήταν πολύ δυνατός, πράγμα που με ενόχλησε (γενικά, τα περισσότερα ελληνικά εστιατόρια χάνουν σε ατμόσφαιρα λόγω του έντονου φωτισμού). Ευτυχώς, κάπου στα μισά του γεύματος, κάποιος πάτησε το dimmer. (Ανακούφιση.) Επιλέξαμε να καθίσουμε στο βάθος δεξιά, δίπλα από το παράθυρο προς το Public. Το χάζι στο εσωτερικό του Public είχε πλάκα αλλά έδινε μια αίσθηση φτήνειας, σαν να βρίσκεσαι σε φαστφουντάδικο εμπορικού κέντρου.

Λίγο αφότου καθίσαμε, ήρθε στο τραπέζι ένα μπουκάλι νερό βρύσης και δύο ποτήρια. Το θεώρησα καλό σημάδι γιατί νευριάζω όταν μου φέρνουν στο τραπέζι πράγματα χωρίς να τα παραγγείλω (π.χ. εμφιαλωμένο νερό) και μετά τα χρεώνουν.

Ακολούθησαν οι κατάλογοι. Η κάρτα είχε αρκετή ποικιλία, οι συνδυασμοί των γεύσεων πρωτότυποι αλλά και οι τιμές ολίγον τσιμπημένες. Αναλυτικά το μενού εδώ.


Παραγγείλαμε ένα κοτόπουλο tandoori με σάλτσα γιαούρτι και φρέσκο κόλιανδρο (16€), μία φιλετάκια μοσχαρίσια με yakiniku sauce και αλμύρα (19€), μια σαλάτα με ρόκα, αχλάδι και dressing gorgonzola (9€). Τα κυρίως πιάτα με ψάρι φαίνονταν επίσης ενδιαφέροντα αλλά και τσουχτερά (25€). Παραγγείλαμε ακόμα δυο ποτήρια γαλλικό Sauvignon Blanc και, καθώς περιμέναμε να έρθει η παραγγελία μας, χαζεύαμε τον κόσμο μέσα στο Public.

Σε λίγο ήρθε το κρασί και ακολούθησαν η σαλάτα και τα φιλετάκια.


Η σαλάτα ήταν συμπαθητική αλλά αξιολησμόνητη. Ξεχώριζαν τα αρωματικά, ελαφρά καβουρντισμένα καρύδια ενώ η σάλτσα gorgonzola ήταν σχεδον άγευστη.


Τα φιλετάκια, όμως, ήταν εξαιρετικά: Ψημένα όσο έπρεπε (ροζ μέσα), με σάλτσα αλμυρή, πικάντικη και umami ταυτόχρονα. Ωραία ήταν και τα χόρτα.

Το κοτόπουλο δεν είχε έρθει μαζί με τη σαλάτα και τα φιλετάκια. Περιμέναμε ότι θα ερχόταν αμέσως μετά. Δεν ήρθε. Φάγαμε τη σαλάτα και τα φιλετάκια. Αναρωτηθήκαμε αν το κοτόπουλο ξεχάστηκε. Το είδαμε γραμμένο στην απόδειξη, άρα απλώς αργούσε. Παρατηρήσαμε ότι και σε άλλα τραπέζια άργησαν οι παραγγελίες. Τελικά, το κοτόπουλο ήρθε και η σερβιτόρα ζήτησε ψιλοαδιάφορα συγγνώμη που όλα ήρθαν καθυστερημένα. Βέβαια, το πρόβλημα δεν ήταν η καθυστέρηση γενικώς αλλά το γεγονός ότι θεώρησαν φυσικό ο ένας στο τραπέζι να τρώει και ο άλλος να κοιτάζει. Θα περίμενα από ένα εστιατόριο αυτού του επιπέδου αν μη τι άλλο να φέρνει τα πιάτα με σωστό timing. Το σέρβις γενικά ήταν λίγο αποσυντονισμένο και αμήχανο.


Δυστυχώς το κοτόπουλο ήρθε και δεν έλεγε πολλά. Η σάλτσα θύμιζε λίγο μόνο tandoori ενώ ο πουρές ήταν πικρός, σαν από πράσινες πατάτες.

Για να τελειώσουμε το γεύμα σε θετική και γλυκιά νότα, παραγγείλαμε επιδόρπιο: Μαρέγκα με κρέμα καρύδας και φράουλες (8€) και τάρτα με σοκολάτα gianduja με παγωτό βανίλια (8€). (Ναι, το ομολογώ, είναι αδύνατο να αντισταθώ στη λέξη "gianduja".)


Κάναμε πολύ καλά που πήραμε τα γλυκά γιατί ήταν πραγματικά πολύ ωραία, τόσο σε επίπεδο γεύσεων όσο και υφών. Μου άρεσαν ιδιαίτερα η πεντανόστιμη κρέμα ανάμεσα στις μαρέγκες και η λεπτή, μπισκοτοειδής ζύμη της τάρτας.

Θα ξαναπάω στο P-box; Μάλλον ναι. Θα ήθελα να δοκιμάσω κι άλλα πιάτα αλλά με αυτές τις τιμές, δεν θα το κάνω σύντομα.

Σε σχέση με κάποια άλλα, αρκετά ακριβά εστιατόρια που έχουν πολύ χαμηλότερου επιπέδου κουζίνα, οι τιμές δεν είναι αστρονομικές. Ωστόσο, στην Ελλάδα του Μνημονίου, φοβάμαι ότι δεν είναι πολλοί αυτοί που έχουν την άνεση να απολαμβάνουν συχνά το "casual dining" του P-box.

10 Αυγούστου 2011

Τέλος εποχής για το El Bulli

Τέλος εποχής για το El Bulli. Το τελευταίο γεύμα σερβιρίστηκε στις 30 Ιουλίου 2011.

Υπό την ηγεσία του Ferran Adrià, το El Bulli είχε καταφέρει να θεωρείται το εστιατόριο με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως. Τα πιάτα του εστιατορίου δεν ήταν απλώς φαγητό αλλά κατάφερναν να εκπλήσσουν, να γοητεύουν και να συγκλονίζουν. 


Παρά την αναμφισβήτητη επιτυχία του εστιατορίου, ο Adrià έκρινε ότι το El Bulli έκανε τον κύκλο του και ο ίδιος έπρεπε να αναλάβει νέες προκλήσεις.


Ανυπομονώ να δω με τι νέο θα καταπιαστεί ο αεικίνητος σεφ αλλά ταυτόχρονα λυπάμαι που δεν είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το El Bulli, παρόλο που είχα σκοπό να το κάνω.




Ας παρηγορηθούμε με μια ματιά στα παρασκήνια του εστιατορίου, μέσα από το ντοκιμαντέρ EL BULLI: COOKING IN PROGRESS.







4 Ιουλίου 2011

Ταξιδεύοντας με Ryanair // 10+1 tips


Ο κύριος; Michael O' Leary, CEO της Ryanair

Η Ryanair πετάει πλέον από και προς Θεσσαλονίκη: Να το πανηγυρίσουμε;


Για τη Ryanair είχα ακούσει πριν από καμιά δεκαετία όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου σε χώρα του ευρωπαϊκού βορρά. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, τη φίλη που μου έλεγε ότι τη συνέφερε καλύτερα να αγοράσει καινούργιο εισιτήριο έναντι μίας λίρας Αγγλίας παρά να αλλάξει αυτό που ήδη είχε. Μία λίρα;! Δηλαδή, σχεδόν τζάμπα...


Όταν κανείς ακούει τόσο φτηνές τιμές, πρέπει αμέσως να αναζητήσει τη λούμπα: Υπάρχουν κάποιες «λεπτομέρειες» που πρέπει να προσέξει ο ταξιδιώτης γιατί αλλιώς θα βρεθεί μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις. Ως γενικό κανόνα, θα είχα να πω ότι η Ryanair αξίζει αν το βασικό ναύλο είναι πραγματικά πολύ φτηνότερο από αυτό άλλων αεροπορικών.


Η Ryanair θεωρείται από πολλούς η πιο μισητή αεροπορική εταιρία εξαιτίας διαφόρων πρακτικών της που πηγάζουν από το επιχειρηματικό μοντέλο που ακολουθεί. Κάποιες πρακτικές φαίνονται μεν άσχημες, π.χ. η χρέωση 2€ ανά εισιτήριο για έξοδα καθυστερήσεων (EU 261 levy), αλλά στην πραγματικότα απλώς η Ryanair εμφανίζει ως χωριστό κονδύλι αυτό που οι άλλες εταιρίες ενσωματώνουν στο βασικό ναύλο. Ωστόσο άλλες πρακτικές είναι δύσκολο να τις χωνέψεις, όπως η πρόθεσή της να εγκαταστήσει στα αεροπλάνα τουαλέτες με κερματοδέκτες! (Εκτός κι αν πρόκειται για άλλη μια...ενδιαφέρουσα προσέγγιση του τμήματος δημοσίων σχέσεων της εταιρίας.)



Παρόλαυτα, είναι γεγονός ότι η Ryanair δίνει την ευκαιρία φτηνών πτήσεων στους επιμελείς και ολιγαρκείς ταξιδιώτες (και, μελλοντικά, στους μη πάσχοντες από συχνουρία ή γαστρεντερολογικά προβλήματα!), οπότε νομίζω ότι κάποιοι από τους επικριτές της είναι λίγο άδικοι και υπερβολικοί.


Μέσα στον Ιούνιο πέταξα 4 φορές με Ryanair. Ιδού, λοιπόν, τι έμαθα.


1 // Όταν ψάχνετε εισιτήριο, καλού κακού απενεργοποιήσετε τα cookies του φυλλομετρητή σας ή σερφάρετε σε private mode. Παρόλο που δεν έχει επιβεβαιωθεί, υπάρχει η υποψία ότι η Ryanair «πειράζει» τις τιμές των εισιτηρίων με βάση τα cookies του υπολογιστή σας.


2 // Μην ενθουσιαστείτε αμέσως με τις τιμές που θα δείτε. Υπάρχουν «κρυφές» χρεώσεις που θα ανεβάσουν την τιμή.

π.χ.
Πληρωμή με οποιαδήποτε κάρτα εκτός από χρεωστική Mastercard : 6€ (η πληρωμή γίνεται μόνο με κάρτα)
Πρώτη βαλίτσα // 15 κιλά: 15€-25€ / 20 κιλά: 25€-35€
Δεύτερη βαλίτσα // 15 κιλά: 35€-45€
Αναλυτικά 


3 // Θυμηθείτε ότι πρέπει να κάνετε check-in από το σπίτι και να τυπώσετε το boarding pass. Βεβαιωθείτε ότι τυπώθηκε καθαρά γιατί αλλιώς μπορεί να υποστείτε καψώνι



Ξεχάσατε να το κάνετε check in ή χάσατε την εκτύπωση; Θα σας κοστίσει άλλα 20€. Το ίδιο αν δεν μπορέσατε να κάνετε check in λόγω προβλήματος της ιστοσελίδας. Μη δοκιμάσετε να διαμαρτυρηθείτε (βλ. tip #8).


4 // Βεβαιωθείτε ότι η χειραποσκευή σας είναι μία και μοναδική, ζυγίζει λιγότερο απο 10 κιλά και δεν είναι μεγαλύτερη από 55X40X22 εκατοστά. 




Σε κάθε έξοδο, υπάρχει ένα μεταλλικό κλουβί: Αν η χειραποσκευή χωράει (έστω και δύσκολα), έχει καλώς. Αν όχι, θα πληρώσετε 40€ και θα ταξιδέψει μαζί με τις άλλες αποσκευές, όχι μαζί σας στην καμπίνα. Επίσης, οι κυλιόμενες χειραποσκευές σχεδόν πάντα ζυγίζονται. Αν είναι πάνω από 10 κιλά, βλ. παραπάνω.


Κι όταν λέμε μία αποσκευή, εννοούμε μόνο μία. Κρατάτε γυναικεία τσάντα, φωτογραφικό σάκο, σακούλες από το duty free; Φροντίστε να χωράνε μέσα στη χειραποσκευή αλλιώς--ναι, ναι, βλ. παραπάνω.


Μη βασιστείτε στην ανοχή ή κατανόηση των υπαλλήλων. Κατά κανόνα δεν υπάρχει.


Bonus tip /// Αν έχετε συρόμενη βαλιτσούλα με ροδάκια, μην επαναπαυθείτε επειδή ταξιδεύοντας με άλλη εταιρία την είχατε πάρει μαζί σας στην καμπίνα. Η Ryanair προβλέπει μικρότερες διαστάσεις για τις χειραποσκευές σε σχέση με άλλες εταιρίες.


4 // Γενικά, ακολουθήστε σχολαστικά τους κανόνες της εταιρίας. Κάθε λάθος κοστίζει. Γιατί άλλωστε νομίζετε ότι το βασικό ναύλο είναι τόσο φτηνό; Η ζημία της εταιρίας συμψηφίζεται με όλες τις άλλες χρεώσεις.

Επιβάρυνση υπέρβαρης αποσκευής: 20€/κιλό
Δηλαδή αν έχετε «αγοράσει» βαλίτσα 15 κιλών και η βαλίτσα σας τελικά ζυγίζει 20, θα πληρώσετε 100€ επιπλέον. Άουα!

Επίσης, όταν λένε 15 ή 20 ευρώ ανά αποσκευή, το εννοούν κυριολεκτικά. Αν δηλαδή ένα ζευγάρι έχει αγοράσει συνολικά 3 βαλίτσες βάρους 16, 10 και 5 κιλών αντίστοιχα, θα αναγκαστεί να αφαιρέσει κάτι από την υπέρβαρη βαλίτσα και να το βάλει σε μια από τις άλλες, ακόμα κι αν το σύνολο του βάρους υπολείπεται αυτού που έχει αγοράσει. Για αυτό το ενδεχόμενο, προβλέψτε λίγο εξτρά χρόνο στο αεροδρόμιο.

Αν συνηθίζετε τα ταξίδια με αερογραμμές χαμηλού κόστους, απλώς αγοράστε μια ζυγαριά για βαλίτσες. Θα σας σώσει από περιττά έξοδα και εκνευρισμό.

5 // Η προτεραιότητα στην επιβίβαση (priority boarding) αξίζει τα 5€ της γιατί γλιτώνεις ταλαιπωρία και ορθοστασία. Άσε που νιώθεις και λίγο VIP αφήνοντας πίσω σου την πλέμπα. Επίσης, μπαίνεις από τους πρώτους στο αεροπλάνο και μπορείς να επιλέξεις τη θέση που προτιμάς. 


(Άσχετη πληροφορία της ημέρας: Οι πιο ασφαλείς θέσεις σε περίπτωση δυστυχήματος είναι στο πίσω μέρος του αεροσκάφους.)




Ωστόσο, ανάλογα με το αεροδρόμιο, η μεταχείριση μπορεί να μην είναι τόσο σπουδαία. Δηλαδή μπορεί και πάλι να βρεθείς να περιμένεις στο τέλος ενός ζεστού διαδρόμου μαζί με όλη την πλέμπα.


6 // Αν το αεροπλάνο σάς ανοίγει την όρεξη, φροντίστε να προμηθευτείτε το φαγητό και το ποτό σας πριν επιβιβαστείτε


Οι επιλογές ποτού και φαγητού της Ryanair απευθύνονται μάλλον στα γούστα βορειοευρωπαίων και δη βρετανών (βλ. τσιπς, γαριδάκια και σούπες στιγμής--ευτυχώς έχει και κάτι σάντουϊτς)ενώ οι τιμές είναι τσουχτερές--τσουχτερότερες από όλες τις άλλες εταιρίες χαμηλού κόστους σύμφωνα με αυτή την έρευνα.




7 // Αν σας αρέσει να πετάτε λεφτά παντού, η πτήση θα σας εκστασιάσει.Το πλήρωμα θα προσπαθήσει να σας πουλήσει όχι μόνο τρόφιμα, ποτά και αρώματα αλλά επίσης άκαπνα τσιγάρα και ιρλανδικό Ξυστό (ενίοτε οδηγώντας σε φαιδρά απρόοπτα).






8 // Μην περιμένετε συγκλονιστική εξυπηρέτηση από το πλήρωμα αέρος ή εδάφους, η φροντίδα και η ικανοποίηση του πελάτη καθώς και μια συνολικά ευχάριστη ταξιδιωτική εμπειρία δεν αποτελεί προτεραιότητα, όπως φαίνεται από περιστατικά σαν κι αυτό.




9 // Μη βασιστείτε στη Ryanair για ανταποκρίσεις. Παρόλο που ισχυρίζεται ότι έχει το μικρότερο ποσοστό καθυστερήσεων και ακυρώσεων, τα στατιστικά δεν λένε πάντα την αλήθεια. 


Εξάλλου, η ίδια η εταιρία επισημαίνει: «Είμαστε αεροπορική εταιρία "point-to-point". Συνεπώς δεν προσφέρουμε ούτε μπορούμε να διευκολύνουμε την ανταπόκριση επιβατών ή των αποσκευών τους σε άλλες πτήσεις, είτε αυτές γίνονται από εμάς είτε από άλλους αερομεταφορείς».  


10 // Αν όλα τα παραπάνω δεν σας προβληματίζουν, γραφείτε στo newsletter της εταιρίας ώστε να ενημερώνεστε αμέσως για τις προσφορές, πριν αρχίσουν οι τιμές να παίρνουν τον ανήφορο.


+1 // Η προσγείωση προσφέρει συγκινήσεις: Μετά από κάμποσο χτύπημα (μα γιατί δεν μπορούν να προσγειώνονται απαλά όπως π.χ. στην Aegean;) ακολουθεί καλωσόρισμα με...σάλπισμα (εφόσον η πτήση δεν είχε καθυστέρηση)!


(Υπομονή ως το 00:28)

Εσείς τι εμπειρία είχατε με τη Ryanair; Άξιζε ή σιχτιρίσατε;

10 Ιουνίου 2011

Τυφλό κείμενο για... κρεατοφάγους

Μετά το χθεσινό «Κρεοπωλείον», σήμερα έχω κάτι άλλο για τους κρεατοφάγους.

Συγκεκριμένα για τους κρεατοφάγους γραφίστες.
(Αν δεν είστε τίποτα από τα δύο, μάλλον δεν θα εκτιμήσετε το αστειάκι.)




baconipsum.com: Γεννήτρια τυφλού κειμένου με πολύ κρέας.

Τυφλό κείμενο είναι το ακατάληπτο κείμενο που χρησιμοποιούν οι graphic και web designers για να γεμίσουν τη μακέτα κάποιου εντύπου ή ιστοσελίδας. Συνήθως ξεκινά με τις λέξεις «lorem ipsum».

9 Ιουνίου 2011

«Κρεοπωλείον»: Αυστηρώς για εραστές του καλού κρέατος





Οι Έλληνες αγαπάμε το κρέας. 


Το τρώμε στα σπίτια μας, το τρώμε κι όταν βγαίνουμε έξω. 


Αλλά--μια στιγμή: Ξέρουμε πραγματικά από καλό κρέας;


Ε, λοιπόν, όχι. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι καταδεχόμαστε να τρώμε λιγδιάρικους, πανάλμυρους γύρους∙ μπριζόλες με όψη, υφή και γεύση σόλας (μαμά, για σένα λέω!)∙ φιλέτα καρβουνιασμένα και πνιγμένα σε ετοιματζήδικες σάλτσες∙ κοτόπουλα με γεύση φελιζόλ∙ και άλλες ανάλογες... κρεατολιχουδιές. 


Ωστόσο υπάρχουν και εστιατόρια που ξέρουν από καλό κρέας. Ξέρουν να το διαλέξουν και ξέρουν να το μαγειρέψουν. Ένα από αυτά είναι το «Κρεοπωλείον» στη Θεσσαλονίκη, το οποίο με προσκάλεσε να δοκιμάσω το νέο του μενού.






Ήταν η δεύτερη φορά μου στο Κρεοπωλείο. Η πρώτη ήταν ελάχιστες μέρες αφότου είχε ανοίξει και με είχε αφήσει μάλλον απογοητευμένη, γεγονός που απέδωσα στη νεότητα του εστιατορίου. Μάλλον είχα δίκιο γιατί η δεύτερη φορά μού άφησε πολύ θετικές εντυπώσεις.


Στο Κρεοπωλείο δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στις πρώτες ύλες. Όπως μου τόνισε ο σεφ και συνιδιοκτήτης Διονύσης Παπανικολάου, τα πάντα φτιάχνονται επιτόπου και τίποτα δεν είναι ετοιματζίδικο. Αυτό φαίνεται--κυρίως στις γεύσεις, η οποίες είναι καθαρές, ισορροπημένες και χωρίς φλυαρία.


Ξεκινήσαμε τη δοκιμή με ορεκτικά: Μελιτζανοσαλάτα, πάπρικα, τυροσαλάτα και ρώσικη. Οι δύο πρώτες έκλεψαν την παράσταση.




Μια εξαιρετική μελιτζανοσαλάτα. Αν και συνήθως δεν εκτιμώ τις μελιτζανοσαλάτες με μαγιονέζα, αυτή ήταν ισορροπημένη, χωρίς έντονη γεύση αυγού και με άρωμα καπνιστής μελιτζάνας αλλά χωρίς καθόλου πίκρα από μελιτζάνας.




Η πάπρικα ήταν γλυκια και καθόλου όξινη, ελάχιστα πικάντικη (όσο πρέπει, δηλαδή). Άρεσε πολύ στους περισσότερους από μας.



Οι φλογέρες με φύλλο κρούστας, τυρί Μπρι και προσούτο Πάρμας ήταν πολύ πιο ωραίες από τις συνηθισμένες φλογέρες χάρη στην χρήση Μπρι, που έδινε.. μπρίο (μα τι ωραία που τα λέω) και κρεμώδη υφή στη γέμιση.





Οι πράσινες σαλάτες που δοκιμάσαμε ήταν νόστιμες και του γούστου μου (μου αρέσουν οι πολύπλοκες σαλάτες με ντρέσινγκ και τέτοια) αλλά μού φάνηκαν άσχετες με το concept του εστιατορίου. (Στο θέμα αυτό θα επανέλθω στο τέλος.)




Τα επόμενα που δοκίμασα ήταν ημοσχαρίσια γλώσσα (πολύ γευστική, έλιωνε στο στόμα), καβουρμάς σχάρας και καβουρμάς με αυγό «μάτι» και τηγανιτές πατάτες. Ως φαν του καβουρμά, τον εξετίμησα δεόντως αν και μού φάνηκε λίγο υπερβολή στον ήδη λιπαρό καβουρμά να προσθέσεις τηγανιτά.





Τα τυριά (μπάτζος τηγανιτός και γκριλούμι--δηλαδή χαλούμι Κοζάνης--στη σχάρα) μάς καθάρισαν με την ευχάριστη οξύτητά τους τον ουρανίσκο ώστε να περάσουμε στο κυρίως πιάτο--παρόλο που είχα ήδη χορτάσει.



Πρώτος ήρθε ο γύρος, ο οποίος όμως δεν έχει μεγάλη σχέση με τον γύρο που βρίσκουμε σε σουβλατζίδικα. Ο συγκεκριμένος ήταν από λαιμό και παντσέτα θηλυκού ζώου (είναι, με πληροφόρησε ο σεφ, πιο νόστιμο από το αρσενικό) και λιγότερο λιπαρός από τον συνηθισμένο γύρο. Δεν είμαι πολύ φανατική του γύρου οπότε δεν θα ισχυριστώ ότι ήταν το αγαπημένο μου πιάτο.



Πολύ περισσότερο μου άρεσε η μπριζόλα (αντρεκότ, για την ακρίβεια) Αμερικής, η οποία έρχεται από τα λιβάδια του Κάνσας. Ο κτηνοτρόφος ακολουθεί μεθόδους σαν αυτές που χρησιμοποιούνται στο μοσχάρι Kobe, με αποτέλεσμα κρέας τρυφερό, με πλούσια γεύση και καλή κατανομή του λίπους. Ακόμη περισσότερο με ικανοποίησε το γεγονός ότι το κρέας ήταν ψημένο όπως ακριβώς μου αρέσει, δηλαδή à point (δηλαδή μέτριο: ροζ μέσα αλλά όχι σενιάν). Τα περισσότερα εστιατόρια έχουν την κακή συνήθεια να γκαγκανιάζουν το κρέας μέχρι να γίνει κάρβουνο, ακόμα κι αν το ζητήσεις μέτριο. Το Κρεοπωλείο δείχνει να σέβεται την πρώτη ύλη του (και τον πελάτη του).


Ενδιαφέρουσα ήταν η γεύση και του γαλλικού αντρεκότ: Πιο πικάντικη και επιθετική, με μια δόση βαρβατίλας. Το κρέας ήταν πιο σκληρό από το αμερικάνικο αλλά και πάλι ήταν σωστά ψημένο.




Καλά λόγια έχω να πω και για τα σουτζουκάκια από βουβαλίσιο κιμά και για τα λουκάνικα Τζουμαγιάς: είχαν πλούσια γεύση, σωστά καρυκεύματα και ωραία, ζουμερή υφή. 




Είχα σκάσει μετά από τόσα εδέσματα και παραλίγο να μη δοκιμάσω το μοσχαρίσιο κότσι με χυλοπίτες, καθώς η εμφάνισή του δεν με εντυπωσίασε. Ευτυχώς που οι συνδαιτημόνες με παρότρυναν να το δοκιμάσω, γιατί τα φαινόμενα απατούσαν τα μάλα: Ήταν εξαιρετικά τρυφερό και πολύ νόστιμο.


Η βραδιά έκλεισε με επιδόρπιο και λικεράκι. 


Αρχικά ήρθε ο κορμός σοκολάτας που κερνάει πάντα το μαγαζί. Και τώρα θα πρέπει να γκρινιάξω λίγο: Το κέρασμα του γλυκού είναι μια ωραία χειρονομία αν το γλυκό είναι αντάξιο του υπόλοιπου γεύματος. Αν, όμως, είναι κατώτερο, στον πελάτη μένει η μέτρια γεύση και εντύπωση του γλυκού. Λοιπόν, ο κορμός του Κρεοπωλείου δεν ήταν σε καμία περίπτωση αντάξιος των λοιπών εδεσμάτων και θα προτιμούσα να λείπει από τον κατάλογο, ακόμα κι αν προσφέρεται δωρεάν.


Ευτυχώς μας δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσουμε δυο πολύ καλά γλυκά από τις «7 θάλασσες», το αδερφάκι του Κρεοπωλείου: το πολύ καλό μιλφέιγ και το θαυμάσιο παγωτό λουκούμι (σερβίρεται με μπισκοτάκι πτι μπερ α λα μπισκοτολούκουμο).




Αν είχα πάει στο Κρεοπωλείο ως πελάτης, θα προτιμούσα να μου προσφέρουν μια μπουκίτσα μιλφέιγ ή δυο κουταλιές παγωτό λουκούμι αντί για τον αδιάφορο κορμό. Ακόμα καλύτερο θα ήταν αν η κάρτα περιλάμβανε ένα ή δύο καλά γλυκά, επιλεγμένα ώστε να κλείσουν όμορφα ένα γεύμα κρεοφαγίας. 




Ήπιαμε κρασιά Batasiolo αλλά οι λάτρεις του ελληνικού κρασιού δεν χρειάζεται να ανησυχούν. Η λίστα του κρασιού έχει αρκετές καλές επιλογές από τον ελληνικό αμπελώνα. 


Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς μελετώντας τον κατάλογο του Κρεοπωλείου, έχει επιλογές σχεδόν για όλα τα γούστα. Άλλωστε αυτός μοιάζει να ήταν και ο στόχος των ιδιοκτητών και του σεφ: Κάτι για όλους. Ωστόσο, έχω την άποψη ότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποβεί σε βάρος ενός καλού εστιατορίου. Πιστεύω ότι είναι προτιμότερο ένα εστιατόριο να έχει ένα σαφές και ειδικευμένο concept, το οποίο και να υπηρετεί. Στο Κρεοπωλείο το concept είναι ασαφές: Όλα κρέας; Σίγουρα δεν είναι η κλασική χασαποταβέρνα αλλά ούτε και απλώς μια πιο σύγχρονη εκδοχή της. Πιάτα κρέατος από τη διεθνή και την ελληνική κουζίνα; Συνύπαρξη παραδοσιακών, ελληνικών γεύσεων με διεθνείς πινελιές, πάντα με βάση το κρέας; Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ το concept που βάζει στην κάρτα καβουρμά Ξάνθης δίπλα σε σνίτσελ α λα κρεμ∙ή ριζότο με porcini και παρμεζάνα δίπλα σε σάλτσα πάπρικα. 


Κατά τη γνώμη μου, εκεί εντοπίζεται η μεγαλύτερη αδυναμία του μενού, η οποία αδικεί τα νόστιμα επιμέρους πιάτα και το «ψάξιμο» των ιδιοκτητών. Θα προτιμούσα το Κρεοπωλείο να καθιερωθεί ως π.χ. η σύγχρονη ελληνική χασαποταβέρνα με εμμονή στην άριστη πρώτη ύλη και στο τέλειο μαγείρεμα, παρά να είναι απλώς μια ακόμα σύγχρονη χασαποταβέρνα ανάμεσα στις άλλες. Νομίζω ότι με λίγο πιο σαφές branding, το Κρεοπωλείο μπορεί να αποτελέσει γαστρονομικό ορόσημο για τους κρεατοφάγους της Θεσσαλονίκης.




Ποιον θα έφερνα εδώ; Τον φίλο από την επαρχία που ισχυρίζεται ότι ξέρει τα πάντα γύρω από το κρέας∙ τον συνεργάτη μου για ένα γεύμα εργασίας∙ ολόκληρη την οικογένεια για ένα περιποιημένο οικογενειακό δείπνο. 

12 Μαρτίου 2011

Θεσσαλονίκη, ερωτική πόλη και εστία πολιτισμού...

Αυτό το σαββατοκύριακο δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω. Δύο μοναδικά πολιτιστικά γεγονότα φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή στην πόλη μας:

Το 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, με αφιέρωμα "Ανατρέποντας τις προκαταλήψεις: Είμαι όπως είμαι"
και η 1η έκθεση Erotic Dream (με υπότιτλο: "Ξεχάστε ότι [sic] ξέρατε μέχρι σήμερα").


Προβλέπεται ένα συγκλονιστικό σαββατοκύριακο για όλα τα γούστα...

9 Μαρτίου 2011

Στάχτη και Burberry



Το καρό μοτίβο, σήμα κατατεθέν της Burberry, είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο μοτίβο για τον Νεοέλληνα μετά από τη σημαία της ομάδας του (για τους άντρες) ή το λογότυπο της Louis Vuitton (για τις γυναίκες). Η δημοφιλία του ενλόγω μοτίβου αποδεικνύεται από τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται σε τσαντικά και αξεσουάρ απλωμένα σε σεντόνια πάνω σε πεζοδρόμια της Τσιμισκή ή του Κολωνακίου.

Αυτό όμως που δεν περίμενα ήταν να βρω Burberry τραπεζομάντηλα σε χασαποταβέρνα. Για την ακρίβεια όχι σε μία αλλά σε δύο, άσχετες μεταξύ τους ταβέρνες! 

Εν μέσω του συνήθους κιτσορουστίκ ντεκόρ, τα τραπέζια δεν στολίζονται με ένα απλό καρό τραπεζομαντιλάκι (τρε Μπίθουλας) αλλά με ένα Burberry που προσδίδει αρχοντιά και κιμπαρλίκι. Στις τουαλέτες μπορεί να μην έχει σαπούνι ή χαρτί αλλά το τραπεζομάντιλο Burberry είναι must...

27 Φεβρουαρίου 2011

Ένας Top Chef στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης;


Η είσοδος του εστιατορίου

Όταν οι λέξεις «Top Chef» είναι από τις πρώτες που ξεστομίζουν οι σερβιτόροι καθώς σου δίνουν τον κατάλογο, τι προσδοκίες μπορείς να έχεις από το εστιατόριο;

Το ενλόγω εστιατόριο ήταν το Restaurant on Fire στο Πανόραμα και ο ενλόγω Top Chef ήταν ο Ερβέ Προνζάτο, ο οποίος προφανώς δεν μαγειρεύει αλλά ενεργεί ως executive chef ή consulting chef ή κάτι ανάλογο. Νομίζω, επίσης, ότι είναι και συνιδιοκτήτης. Βέβαια αυτό δεν σου το λένε οι σερβιτόροι ή οι διαφημίσεις που είδα σε κάτι στάσεις λεωφορείων--μάλλον αφήνουν τον κόσμο να πιστεύει ότι θα δει τον ίδιο τον Προνζάτο να μαγειρεύει στην ανοιχτή κουζίνα.

Η πρώτη σελίδα του καταλόγου

Θεώρησα ανησυχητική ένδειξη την ανάγκη να διαφημίσουν τον καθόλα αξιόλογο Προνζάτο ως κορυφαίο τηλεοπτικό σεφ. Και οι φόβοι μου δικαιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό.

Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω το εστιατόριο με δύο λέξεις, αυτές θα ήταν "έλλειψη προσανατολισμού".


Τι ακριβώς είναι αυτό το εστιατόριο; Η σύγχυση ξεκινάει από τον σχεδιασμό του χώρου, ο οποίος για απροσδιόριστους λόγους (τα έντονα χρώματα; ο φωτισμός;) μου θύμισε καλό εστιατόριο στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας '80, αλλά και με μερικές άσχετες πινελιές όπως οι αναφορές στο σκανδιναβικό ντιζάιν (τα ξύλινα φωτιστικά οροφής, τα λαδόξιδα eva solo), τα φωτάκια χριστουγεννιάτικου δέντρου στους θάμνους έξω από τη τζαμαρία και το ψεύτικο στεφανάκι με γκλίτερ (!) πάνω στο τραπέζι. Εν μέσω Αποκριών.


Αλλά και στο μενού τα πράγματα δεν ξεκαθαρίζουν. Υπάρχουν πιάτα ιταλικής κουζίνας (μπαλίτσες «μαλφάτι» και ζυμαρικά), διεθνής κουζίνα (π.χ. χοιρινό κότσι με πουρέ σελινόριζας), ελληνική κουζίνα (κοτόσουπα και φασόλια γίγαντες) αλλά και κάτι άσχετα, όπως το πιάτο «αλί ναζίκ», η περιγραφή του οποίου αποκάλυπτε ότι δεν ήταν το ίδιο πράγμα με το ομώνυμο τούρκικο έδεσμα.

Το προσωπικό ήταν ευγενικό αλλά και πάλι ταλαντευόταν ανάμεσα στη βραδύτητα και την αποτελεσματικότητα, την οικειότητα και την αμήχανη τυπικότητα (η σερβιτόρα δείχνει την πιατέλα των γλυκών και περιγράφει: «Παρακαλώ, λέμον πάι με φρέσκο λεμόνι, παρακαλώ πάστα όπερα, παρακαλώ τάρτα φρούτων...»).

Και ερχόμαστε στο σημαντικότερο. Πώς ήταν το φαγητό;  Τα μαλφάτι (μπαλίτσες σπανακιού και παρμεζάνας με μπεσαμέλ), η πράσινη σαλάτα με ντοματίνια και η ποικιλία βραστών ήταν καλά. Ο κύριος Γκάρφιλντ πήρε το χοιρινό κότσι με πουρέ σελινόριζα που ήταν άριστο: Το κρέας νόστιμο, καλοψημένο και μπόλικο σε ποσότητα ενώ ο πουρές ήταν πραγματικά εξαιρετικός. Εγώ είχα την ατυχία να πάρω αρνί γεμιστό με κιμά αρνιού (ως γνωστόν παίρνω πάντα τα πιο περίεργα). Ήταν επιεικέστατα μέτριο κι ας το είχε χαρακτηρίσει ο σερβιτόρος «εξαρετική επιλογή». Το κρέας ήταν τρεις μικρές φέτες με εντελώς απροσδιόριστη γευστική ταυτότητα. Συνοδευόταν από φρέσκιες πατατούλες φούρνου (αδιάφορες) και κάτι εντελώς άνοστα σοταρισμένα (;) λαχανικά άνευ άλλων προσδιοριστικών χαρακτηριστικών. Μια αποτυχία, δηλαδή.

Κρασί δεν ήπιαμε αλλά η κάρτα ήταν σχετικά μικρή, κατά κύριο λόγο με ελληνικά κρασιά, κάποια γαλλικά και ιταλικά και ορισμένα από τον Νέο Κόσμο.


Αποφασίσαμε να πάρουμε γλυκό καθώς για κάποιο μυστηριώδη λόγο ήθελα οπωσδήποτε να δοκιμάσω το Παρί Μπρεστ, ένα γλυκό που δεν το είχα ξαναδει στον κατάλογο κανενός ελληνικού εστιατορίου. Η σερβιτόρα μας έφερε μια πιατέλα με όλα τα γλυκά ώστε να επιλέξουμε αφού τα δούμε, αφού επισήμανε ότι είναι ημέρας, φτιαγμένα από τον δικό τους ζαχαροπλάστη. Χάρηκα που δεν υπήρχε ούτε δείγμα πανακότας, κρεμ μπριλέ ή σουφλέ σοκολάτας. Εκτός από το Παρί Μπρεστ  υπήρχε λέμον πάι, τάρτα φρούτων (με ψημένα φρούτα), πάστα μπλακ φόρεστ, ένα γλυκό από τη νότια Γαλλία (που δεν το είχα ξανακούσει και δεν συγκράτησα το όνομά του), πάστα οπερά με σοκολάτα και καφέ και πάστα μους σοκολάτας με καρδιά κρεμ μπριλέ. Ο συνδαιτημόνας μου, κ. Ροζ Γάτος, αναποφάσιστος μεταξύ των ομολογουμένως θελκτικών γλυκών, τελικά πήρε μια οπερά και μια πάστα μους σοκολάτας ενώ ζάρωσε τη μύτη του για τη δική μου επιλογή (το Παρί Μπρεστ που λέγαμε).

Παρί-Μπρεστ for ever!
Ε λοιπόν το Παρί Μπρεστ ήταν πραγματικά πολύ καλό. Η ζύμη του ήταν όσο αφράτη και υγρή πρέπει ενώ η γέμιση κρέμας πραλίνας είχε νότες βουτύρου και καφέ. Ήταν το καλύτερο γλυκό που έχω φάει εδώ και καιρό. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τις δύο πάστες. Η οπερά ήταν στεγνή και αδιάφορη, η πάστα μους είχε μεν ωραία υφή αλλά η γεύση της δεν συγκίνησε τους ουρανίσκους μας.

Πληρώσαμε περίπου 70 ευρώ το ζευγάρι (χωρίς ποτό).

Υποψιάζομαι ότι το εστιατόριο θα μπορούσε να προσφέρει καλό φαγητό αν αποφάσιζε τι ακριβώς είναι. Ψησταριά; (Άλλωστε λέγεται «on fire».) Εστιατόριο διεθνούς κουζίνας; Ελληνική ταβέρνα πολυτελείας; Όσο για μένα, ο μόνος λόγος που θα ξαναπήγαινα θα ήταν για να θεραπεύσω μια υπογλυκαιμία με ένα ωραίο Παρί Μπρεστ.

15 Φεβρουαρίου 2011

Φυσαλίδες στον αέρα

Οι φωτογραφίες είναι του Richard Hicks που--σαν κι εμένα-- έχει εμμονή με τις φούσκες.


Εδώ και αρκετούς μήνες απείχα από το ιστολόγιο. 
Όχι γιατί δεν είχα κάτι να γράψω--κάθε άλλο. 
Αλλά γιατί πίστευα ότι οι καιροί απαιτούν να αφουγκραζόμαστε και όχι να μιλάμε. 


Αφουγκράζομαι το soundtrack της εποχής: Άναρθρες κραυγές, απειλές, εκρήξεις από κομμένες εξατμίσεις, η βαβούρα των ειδήσεων από το διπλανό διαμέρισμα, τον παλιατζή που διαλαλεί "όλα τα παλιά μαζεύω".


Ακούω, παρατηρώ, και συλλογίζομαι.


Βλέπω μάτια γεμάτα απορία, φόβο και αμηχανία. Βλέπω γροθιές σφιγμένες, νευρικές χειρονομίες, άνευρες χειραψίες, πλαστικά χαμόγελα, σκουπίδια στους δρόμους, ενοικιαστήρια παντού, η Ελπίδα αιμορραγεί μέσα στην εντατική--αλλά όσο συνεχίζουν να υπάρχουν δότες, το παιχνίδι δεν έχει χαθεί.


Και μέσα σε όλα αυτά


εγώ


εσύ


εσείς


εμείς


όλοι μας.


Πού βρισκόμαστε; Τι κάνουμε;


Εμείς. 


Όχι εγώ, εγώ, εσύ, αυτός, εγώ, αυτή, εγώ, εσείς, αυτοί, εγώ, εσύ.


Εμείς.


Εμείς είμαστε στο κέντρο όλων αυτών. Εμείς, όχι κάποιος άλλος.


Ο καθένας μας αναπνέει και επιβιώνει μέσα στην προσωπική του φυσαλίδα, το εύθραυστο σκάφανδρό του. Ας γεμίσουμε αυτή τη φυσαλίδα γεμάτη αλήθεια, ομορφιά, ελευθερία, εμπιστοσύνη, ενότητα, κάθε είδους αγάπη (ε ναι, λοιπόν, αγάπη!). Ας προστατέψουμε τη φυσαλίδα και ας την αφήσουμε να ανεβεί ψηλά. Ας μην την αφήσουμε να σπάσει. Ας τη φυσήξουμε ώστε να ενωθεί μαζί με άλλες φυσαλίδες, μέχρι να σχηματιστεί μια πελώρια φούσκα οι ιριδισμοί της οποίας θα λάμψουν μέσα στο φως, σκεπάζοντας τη μαυρίλα και κάθε είδους ασχήμια ή μικρότητα. Και όταν σπάσει (γιατί πάντα οι φούσκες σπάνε), θα ξεπλύνουν τα μάτια μας για να μπορέσουν τα δουν έναν άλλον κόσμο που, ευτυχώς, ήδη υπάρχει.


Ναι, τελικά οι φυσαλίδες είναι η μόνη σωτηρία.


Ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης τις ρομαντικές εικόνες. Έχω ανάγκη να τις δω έστω και με το μάτι του μυαλού μου. Και από αύριο θα συνεχίσω να γράφω με τη συνήθη μου κυνικότητα (γατικότητα;). 


Το επόμενο άρθρο για φυσαλίδες ελπίζω ότι θα αναφέρεται σε αφρώδες κρασί. Όχι επειδή είναι "lifestyle" (μπλιάχ) αλλά επειδή είναι ωραίο!