28 Ιανουαρίου 2012

Όταν ideal δεν σημαίνει ιδανικό

Όταν κρίνω κάτι (είτε στη δουλειά μου είτε στην προσωπική μου ζωή) κατά κανόνα προσπαθώ να βρω και κάτι θετικό να επισημάνω, όσο αρνητικά κι αν είναι τα υπόλοιπα σχόλιά μου. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές φορές που δεν έχω σχεδόν τίποτα το θετικό να πω· ή που δεν έχω την παραμικρή διάθεση να ψάξω να βρω το θετικό.


Έτσι ένιωσα πριν από λίγες ημέρες που επισκέφτηκα το bistro «Ιντεάλ». Η όλη εμπειρία με έκανε να σκεφτώ ότι μερικά εστιατόριο απλώς δεν πρέπει να υπάρχουν.

Θα είμαι σύντομη (για τα δεδομένα μου) καθώς δεν έχω καθόλου κέφι να μπω σε πολλές λεπτομέρειες.


Ήταν η δεύτερη--και, αναμφίβολα, η τελευταία--φορα που επισκεπτόμουν το μαγαζί. Η πρώτη ήταν πριν από 3-4 χρόνια και επιεικώς τραγική: Άθλια εξυπηρέτηση, απαράδεκτο φαγητό, λάθος στον λογαριασμό, καμία συγγνώμη για το λάθος.

Όταν λοιπόν μου προτάθηκε νέα επίσκεψη στο μαγαζί, ήμουν πολύ διστακτική αλλά τελικά αποφάσισα να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Αν μη τι άλλο, ήταν Τρίτη και ίσχυε μενού των 10€, οπότε τουλάχιστον η ζημιά δεν θα ήταν στην τσέπη μου.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι το τριτιάτικο μενού των 10€ δεν με βρίσκει σύμφωνη ως ιδέα: Πιθανότητα θα φας άσχημα, καθώς ένα τόσο φτηνό μενού απαιτεί φτηνά ή μπαγιάτικα υλικά. Αν παρ' ελπίδα φας καλά, ακόμα και με μερίδες ΧS, εύλογα θα υποθέσεις ότι σε κοροϊδεύουν τις άλλες μέρες που ανάλογο μενού έχει τουλάχιστον 20€ και άρα δεν θα ξαναπατήσεις. Lose-lose situation, δηλαδή.

Κλείνει η παρένθεση και ξαναγυρίζουμε στο Ιντεάλ: Δεν αισθάνθηκα καθόλου ευπρόσδεκτη. Ο ιδιοκτήτης ήταν επανειλημμένα αγενής και καθόλου εξυπηρετικός. Η σερβιτόρα ήταν αγχωμένη και ανεκπαίδευτη. Βίωσα ένα εντελώς διεκπεραιωτικό σέρβις με στόχο τα ευρουλάκια μου.

Κάποιοι από την παρέα είχαν έρθει νωρίτερα από τους άλλους και επί ένα 20λεπτο--μπορεί και ημίωρο--δεν τους έφεραν ούτε ένα ποτήρι νερό. Όταν τελικά ήρθαν όλοι  και παραγγείλαμε το φαγητό μας, η σερβιτόρα δεν ρώτησε αν θα πιούμε κάτι, γύρισε να φύγει και κάποιος από την παρέα τη σταμάτησε λέγοντας «εεεεμ, τι θα πιούμε;»!

Τι φάγαμε; Το μενού είχε μόνο πρώτο και κυρίως πιάτο. Ούτε καν ένα σοκολατάκι για επιδόρπιο. Υπήρχαν δύο επιλογές πρώτου (πράσινη σαλάτα ή σούπα καρότο) και άλλες δύο δεύτερου (χοιρινό με κάτι ή γλυκοπατάτα με σπανάκι, γάλα καρύδας και--νομίζω--κάρι).

Καροτόσουπα. Σε πρώτο πλάνο κείται το Βιτάμ.
 Η σούπα είχε απροσδιόριστη γεύση και δυσάρεστα χοντροκομμένη υφή. Το κλου, όμως, ήταν η κουταλιά Βιτάμ (!!!) που επέπλεε στην επιφάνεια. Ναι, Βιτάμ. I rest my case.

 
Το χοιρινό μας θύμισε φαγητό από δεξίωση γάμου σε κοσμικό κέντρο της κακιάς ώρας (βλ. και το ντεκόρ: Ρύζι και κλαράκι μαϊντανού). Η σάλτσα δεν είχε καμία διακριτή γεύση και το κρέας έμοιαζε σαν νερόβραστο. Το έδεσμα με σπανάκι και γλυκοπατάτα δεν το δοκίμασα αλλά ούτε αυτό εισέπραξε κολακευτικά σχόλια.

 
Οι φωτογραφίες μου είναι κακές αλλά το φαγητό ήταν χειρότερο. Αρκεί να αναφέρω ότι κανένας μας δεν κατάφερε να φάει όλο το φαγητό του. Και, όχι, δεν ήμασταν χορτάτοι ούτε οι μερίδες ήταν μεγάλες.

Το μαγαζί ήταν γεμάτο. Δεν καταλαβαίνω γιατί, εκτός αν όλοι έρχονταν πρώτη φορά λόγω του μενού των 10€. Επίσης, το κάπνισμα επιτρεπόταν ενώ ο εξαερισμό ήταν ανύπαρκτος, με αποτέλεσμα βγαίνοντας να αισθάνομαι και να μυρίζω σαν μετσοβόνε. Το χειρότερο ήταν ότι ο χώρος ήταν κυριολεκτικά κρύος, σαν να μην είχε καθόλου θέρμανση και αυτό σε μια από τις πιο κρύες βραδιές του χειμώνα.

Τι κρίμα για ένα μαγαζί σε τόσο κεντρικό σημείο, με συμπαθητική διακόσμηση και ευχάριστη μουσική...

Και, άντε, ας πω και κάτι πραγματικά θετικό: Μου αρέσουν τα χάρτινα γλυπτά του εικαστικού Άρι Στοΐδη στον εξωτερικό χώρο, κάτω από τα παράθυρα. Μόνο που ούτε τρώγονται ούτε πίνονται και τα απολαμβάνεις χωρίς να χρειάζεται να μπεις στο μαγαζί...