30 Νοεμβρίου 2009

Μυστική οινογνωσία: Τροπικά φρούτα



Τι σχέση έχει το κρασί με το φρούτο του πάθους ή το μάνγκο;

Αυτό το ερώτημα ήταν η κεντρική ιδέα της πιο πρόσφατης μυστικής οινογνωσίας που διοργανώθηκε από τον Δημήτρη "Franchise Me!" Κοπαράνη.

Η οινογνωσία φιλοξενήθηκε στο εστιατόριο .ES. Μπαίνοντας μέσα, μας υποδέχτηκε ζωντανή μουσική: Ένα βιολί και ένα ακορντεόν έπαιζαν αγαπημένες μελωδίες με κέφι και εκφραστικότητα, δημιουργώντας μια σαφώς «παλιοκοσμίτικη» ("Old World", ντε!) ατμόσφαιρα.  Στην πορεία, η μουσική υπόκρουση αποδείχτηκε λίγο πιο δυνατή από όσο χρειαζόταν για να ακούμε την παρουσίαση των κρασιών αλλά δεν θα το κάνω θέμα γιατί η μουσική ήταν αρκούντως του γούστου μου...

 Τα κρασιά της οινογνωσίας ήταν του Κτήματος Χατζηγεωργίου. Το Κτήμα Χατζηγεωργίου είναι ένα βιολογικό οινοποιείο στην Κάρυανη Καβάλας, στο Παγγαίο. Τα κρασιά παρουσίασαν ο ίδιος ο οινοποιός και ο οινολόγος του οινοποιείου. Η γευστική δοκιμή ήταν κάθετη: Cabernet Blanc του 2007 και του 2008. Η σύγκριση των δύο κρασιών επιφύλασσε αρκετές εκπλήξεις.

Πρώτα δοκιμάσαμε το πιο φρέσκο, το κρασί του 2008. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η πλούσια αρωματική μύτη. Και, όπως ήταν αναμενόμενο με βάση το θέμα της οινογνωσίας, οι νότες τροπικών φρούτων ήταν αυτές που κυριαρχούσαν: Διέκρινα το λεπτό, γλυκό άρωμα του ανανά και την ήπια οξύτητα του μάνγκο με μια υποψία ροδάκινου. Οι οινολόγος επισήμανε ότι η ποικιλία δίνει επίσης κρασιά με πιο «πράσινη» μύτη, τα οποία είναι ιδιαίτερα αγαπητά στη Γαλλία. Το κρασί συνόδευσε χειροποίητο μαύρο ψωμί και ένα αριστουργηματικό άλειμμα τυριού με έντονη νότα βανίλιας (!) και πιο ήσυχα αρώματα φρούτων και αρωματικών φυτών (;).

Το δεύτερο κρασί, αυτό του 2007, είχε πολύ πιο μουντό αρωματικό προφίλ. Τα αρώματα φρούτων ήταν μάλλον δυσδιάκριτα και υπήρχαν νότες πετρελαίου (εμένα μού έκανε και λίγο από καμμένο καύσιμο αλλά μπορεί να ήταν η φαντασία μου). Ίσως και μια ιδέα από το αναμενόμενο άρωμα από «τσίσα της γάτας». Παρότι φανατική γατόφιλη, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς τα τσίσα της γάτας μπορούν να εμπλουτίσουν το αρωματικό προφίλ ενός κρασιού. Αυτό προφανώς καταδεικνύει περίτρανα την οινογνωστική μου πενία. Τα τροπικά φρούτα που σερβιρίστηκαν μαζί με το κρασί δημιούργησαν έναν πρόσφορο διάλογο αρωμάτων και γεύσεων. Δεν τα λέω πολύ ωραία; Ήταν επίσης μια ευκαιρία να ανανεώσουμε τη σχέση μας με φρούτα που σπάνια βρίσκουν τον δρόμο προς το πιάτο μας. Την επόμενη φορά, παρακαλώ να υπάρχει και ντούριαν :-). Προσωπικά τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση στο μάνγκο, το οποίο χρησιμοποιώ όχι μόνο σε γλυκά αλλά και σε φαγητά (κοτόπουλο με μάνγκο, γιαμ). Αλλά παρεκβαίνω.

Η όμορφη βραδιά έκλεισε με δωράκι: Κάθε συμμετέχων πήρε από ένα χειροποίητο, χριστουγεννιάτικο και πασπαλισμένο με σκόνη χρυσού σοκολατένιο στολίδι φτιαγμένο με τα χεράκια του Γιώργου Αυγέρου. Υποψιάζομαι ότι πολύ λίγα από τα στολίδια θα προλάβουν να κρεμαστούν σε δέντρο... Το δικό μου πάντως, σίγουρα όχι.

Χορτασμένοι από αρώματα τροπικών φρούτων και νέες οινικές εμπειρίες, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη μυστική γευσιγνωσία. Ιδέα: Κρασί και καπνός.

16 Νοεμβρίου 2009

Τι θα έλεγε ο Θέσπις 25 αιώνες αργότερα;

Βλέποντας την αλβανική ταινία "East, West, East - The Final Sprint" στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά γιατί  δεν μπορεί η Ελλάδα να παράγει τέτοιες ταινίες.  Η συγκεκριμένη ταινία μού άρεσε γιατί πραγματευόταν το (αρκετά αβανταδόρικο, είναι η αλήθεια) θέμα της με έναν πολύ ανθρώπινο, λιτό και ρεαλιστικό τρόπο. Δεν είχε φλυαρία και οι λίγες σχετικά λέξεις του σεναρίου ήταν καλογραμμένες και σφιχτές. (Σημ. Την ταινία παρακολούθησα με Αμερικανίδα φίλη και παρόλο που από λάθος δεν προβλήθηκαν αγγλικοί υπότιτλοι, η φίλη όχι μόνο δεν βαρέθηκε αλλά απόλαυσε την ταινία σχεδόν όσο εγώ). Οι δε ερμηνείες ήταν ακριβώς όπως έπρεπε: Χωρίς ίχνος στόμφου αλλά με συναίσθημα που περνούσε στον θεατή μέσα από μετρημένες κινήσεις και λεπτές εκφράσεις του προσώπου.

Για τη φτώχεια καλών σεναρίων στον ελληνικό κινηματογράφο (αλλά και στην τηλεόραση) δεν έχω να πω πολλά γιατί θα γίνω κοινότυπη. Σκηνοθέτες έχουμε κάμποσους καλούς αλλά δεν υπάρχει αρκετά ρωμαλέα κινηματογραφική βιομηχανία για να τους στηρίξει, να τους βοηθήσει να βελτιωθούν και να αναδείξει κι άλλους.

Αλλού, όμως, θέλω να επικεντρωθώ: Στην υποκριτική. Η χώρα μας, η πατρίδα του Θέσπιδος, πάσχει στον τομέα της υποκριτικής. Οι περισσότεροι ηθοποιοί μας παίζουν φλύαρα, κραυγαλέα, με στόμφο, φωνάρες και μούτες. Ειδικά στην τηλεόραση, αυτό το είδος υποκριτικής έχει δημιουργήσει σχολή, η οποία διαπιστώνω ότι έχει επηρεάσει ακόμα και τον τρόπο που εκφραζόμαστε όλοι μας στον πραγματικό κόσμο.

"Μα πώς," ενίστανται κάποιοι: "Παραβλέπεις τις δραματικές ερμηνείες. Πάρε παράδειγμα τον Καφετζόπουλο στην Ακαδημία Πλάτωνος. Μέχρι και βραβείο στο Λοκάρνο πήρε."

Πράγματι, θα έλεγε κανείς ότι η ερμηνεία του ήταν "ήσυχη", χωρίς εξάρσεις και υπερβολές. Αλλά, για μια στιγμή: Μήπως έχουμε εθιστεί τόσο πολύ σε αυτή τη μανιέρα ώστε να μην την αναγνωρίζουμε καν; Γιατί ο Καφετζόπουλος έπαιζε στα δάχτυλα μια μανιέρα. Όχι του "Ακάλυπτου", βέβαια, αλλά πάντως μια μανιέρα.

Εκτός αν, φίλε αναγνώστη, συνηθίζεις στην καθημερινότητά σου να κάνεις μεγάλες, δραματικές παύσεις όταν μιλάς με τους φίλους του. Ή ότι κοιτάζεις επίμονα στα μάτια τους ανθρώπους για πάνω από 5 δευτερόλεπτα τη φορά και ύστερα αποστρέφει ςτο βλέμμα. Συγγνώμη αλλά αυτό είναι υποκριτική λίγο καλύτερη από σαπουνόπερα! ("Μη μ' αφήνεις, Ριτζ!" Παύση, αεροπλάνο, βύσσινο, γκρο πλαν στα απελπισμένα μάτια της Μπρουκ. Γκρο πλαν στο συνοφρυωμένο πρόσωπο του Ριτζ. Παρεστιγμένη παύση. "Φεύγω,  Μπρουκ. Δεν μπορείς να με μεταπείσεις." Ξανά γκρο πλαν για κάμποσα δευτερόλεπτα. Διαφημίσεις.) 

Γιατί στις ελληνικές ταινίες οι άνθρωποι δεν μιλούν φυσικά και ανθρώπινα; Γιατί αυτές οι αμήχανες παύσεις, οι ψεύτικες κινήσεις και εκφράσεις, γιατί τόση υπερβολή; Τις πταίει;

Οι παλιομοδίτικες δραματικές σχολές;

Οι σκηνοθέτες που δεν μπορούν να καθοδηγήσουν τους ηθοποιούς;

Η έλλειψη δυνατών σεναρίων στα οποία να στηριχτεί ο ερμηνευτής;

Η οκνηρία των ηθοποιών που τους οδηγεί να καταφεύγουν στις μανιέρες;

Ή μήπως οι θεατές; Μήπως ο Έλληνας θεατής δεν είναι σε θέση να ευχαριστηθεί την ήσυχη δύναμη της ερμηνείας ενός βρετανού ηθοποιού όπου με ένα ελάχιστο σήκωμα του φρυδιού λέγονται ολόκληρες ιστορίες;

Μήπως όλα τα παραπάνω και μερικά ακόμα;

Δεν ξέρω αλλά έχω βαρεθεί. Είναι καιρός να επελάσει μια νέα γενιά ηθοποιών και να ανανεώσει τις σκουριασμένες αντιλήψεις για την υποκριτική.

Στο μεταξύ, θα συνεχίσω να φεύγω από ελληνικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις με αίσθημα ανικανοποίητου και απογοήτευσης...